Κυριακή 11 Μαρτίου 2018

ΟΜΟΡΦΙΑ


ΟΜΟΡΦΙΑ

Η ομορφιά πηγάζει από μέσα, έτσι ξέρουν οι μισοί. Από μέσα προς τα έξω, λένε συνεχώς οι ειδικοί. Την πραγματική ομορφιά ψάχνω, την θαυμάζω όπως με μυεί, σε βάθος χρόνου εκείνη αλλάζει,  πάντα με διασκεδάζει όπου βρεθεί. Μαγευτικά παρατηρώ, άλλα ταυτόχρονα φθονώ. Την έχω και το ξέρω, παρότι πάντα λείπει και δεν φτάνει. Δεν ξέρω, πως διαχειρίζεσαι τα καπρίτσια ενός θεού. Η ομορφιά είναι ευλογία, όπως κατάρα αληθινή. Οι πιο γενναίοι μαρτυρούν, νικούν εκείνους που την βλαστημούν.

Αληθινός σκοπός της ομορφιάς, εύκολα συγχωρά. Λάθη δεν κοιτά, διότι δεν υπάρχει. Η κάθε ατέλεια, φαντάζει πάλι τέλεια. Η ομορφιά δεν κρίνει, μονάχα την ψυχή σου δίνει, ώστε να αντλείς και εσύ, εκείνα που ποθείς. Στην ομορφιά δεν βρίσκεις ασχήμια, διότι δεν την γνωρίζει. Είναι μονάχα μια ιδέα.

Η ομορφιά τρομάζει. Ίσως είναι εχθρός μιας ζωής με επιτεύγματα, διότι εκείνος την κυνηγά να της πάρει τα πάντα πίσω. Δεδομένα πλέον θεωρεί, πως εύκολα δανείζεται.

Την πουλούν, στα δεσμά μερικών χαρτιών, μιας άνεσης, λαχτάρας να αποκτήσουν  και άλλα. Αγοράζουν ομορφιά εκεί που δεν την έχουνε, έτσι πιστεύουν, θεωρούν πως εύκολα πετιέται. Ασχήμια. Σε άλλους είναι είσοδος σε τόπο επιθυμητό, άλλους τους διώχνει. Συνήθως οι όμορφοι, περνούν. Αν όχι, μείνε εκεί, ο θεός σε τιμωρεί, σε έκανε άσχημο, έτσι σε τιμωρούμε και εμείς, βρες τρόπο να ομορφύνεις. Την σκεπάζουν τα προϊόντα, όνειρα με κέντρο την απάτη. Δημιουργοί μιας τέλειας εικόνας, που υπάρχει μονάχα στα παραμύθια. Για να φανώ λίγο όμορφη. Τέλειο ψέμα. Την κρύβω, μην την βλάψει, το μάτι το κακό. Προσποιούμαι πως την αξίζω, άλλα γνωρίζω θα χαθεί.

Είναι ευχή, είναι κατάρα. Βάρβαροι την λαχταρούν, χοροί και όργια τιμούν την ύπαρξη της. Ονειρεύεται, μεγαλουργεί. Είναι ταλέντο που λαχταρά να δει. Διαφορετική σε κάθε τόπο. Λευκή, μαύρη, ερυθρή. Εκμεταλλεύσου την, αλλάζει πάροδο και τρόπο, λεπτή, στρουμπουλή, χρωματιστή. Αποθανατισμένη σε μια εικόνα, κάποιο γλυπτό ή μια γραμμή. Θυμάμαι τόσα χρόνια, ακόμα να φθαρεί. Εκείνο που τώρα ξέρουν όλοι, είναι η ομορφιά που κυριαρχεί.

Τέρατα. Πλέον πραγματικοί θαυμαστές σπανίζουν, λίγοι την χαίρονται, πολλοί την βλάπτουν. Την προσβάλουν. Αγροίκοι θέλουν να την έχουν, της την πέφτουν δίχως δισταγμό. Εύκολα μάθαν να την χαρίζουν, έτσι απλά ξεπουλιέται, παίρνει αυτό που θαρρεί. Δεν θέλουν να την βλέπουν, δεν θέλουν να την κατέχουν, ούτε καν να την δώσουν. Άμορφοι. Πραγματικοί αγροίκοι, την τρώνε, την ξεσκίζουν, φτύνουν τα κόκκαλα της ασχήμιας. Την εξαφανίζουν, θέλουν όλοι να γίνουν ασχημότεροι. Την ατιμάζουν. Δεν την θέλουν, ώσπου απομείνουν ευχαριστημένοι και ο κόσμος τρομερότερος.

Πουλημένη ομορφιά, απαρτιζόμαστε από άσχημες ψυχές, καταστρέφουν ότι πιο αγνό μόλις αυτό γεννηθεί.

Έτσι δεν απομένει τίποτα άλλο, κάποτε εκείνη θα φθαρεί, παραμένει μια ανάμνηση που πλέον δεν ξεχνά. Πολλοί την κρύβουνε, μην την βρουν και ντραπούν. Την κρύβω και εγώ.  Δεν είμαι όμορφη, καθόλου. Μονάχα επιφανειακά, και αυτό κάποιες φορές, φτάνει ο χρόνος να περνά, εξάλλου εκείνη πάντα βρίσκει τρόπο να γυρνά. Σε σαγηνεύει, σε μαγεύει. Και πάντα ξέρεις, πως εκεί υπάρχει κίνδυνος.

Άστή να λάμψει. Μην τη  κρύβεις, μην την υποτιμάς, ίσως εμφανιστεί. Ίσως την κερδίσεις. Άλλα μην την αγοράζεις, πιστεύοντας πως δεν την έχεις ήδη βρει εσύ.

Created by Diana Chemeris

Πέμπτη 10 Αυγούστου 2017

ΛΕΙΠΩ


ΛΕΙΠΩ

Ξεκουράζομαι, τέτοιες εποχές δεν υπάρχω. Στα καλοκαίρια σταματάνε όλα. Διαφεύγω και το ευχαριστιέμαι. Ο ήλιος δεν κάνει χάρες σε κανέναν, η ζέστη προτιμά να σε πνίξει σιωπηλά, καθώς η θάλασσα σε καλεί ψιθυριστά. Νοτιάς χαϊδεύει σάρκες και βουνά, τεμπέλικος λήθαργος στις πιο ζεστές μέρες, μισοκοιμισμένος και λιγάκι δροσισμένος. Η θερμοκρασία προειδοποιεί επικίνδυνα, πως όταν κλείνεις τα μάτια σου, φεύγεις.

Προτιμώ να βουλιάξω τα πόδια στο νερό, δίχως να περπατήσω την διαδρομή. Προτιμώ να γλύψω ένα παγωτό, παρά να κλειστώ σε κλειστοφοβικά δωμάτια. Προτιμώ κάτι άλλο στο καλοκαίρι μου. Υποτίθεται σταματάνε όλα. Δουλειές, δίχως επιλογή στον ορίζοντα. Σκλάβος σε μια χώρα που εξαρτιέται από καλοκαίρια, τα βλέπω στο παράθυρο ενώ τα προσπερνώ ελάχιστα. Κανονικά πρέπει να σταματάνε όλα εκείνον τον καιρό, όπως σταματάνε όλα όταν κοιμάμαι. Κανονικά πρέπει να ζήσω εκείνες τις μέρες, διότι το καλοκαίρι τα παιδιά παίζουν.

Η ζέστη σταματάει δουλειές, σχολεία, ανούσιες υποχρεώσεις και χειμερινούς εφιάλτες. Βρίσκω μια παράξενη δικαιολογία, αποφεύγω φίλους και υποτιθέμενους γνωστούς. Είμαι για μπάνιο, είμαι σε νησί. Δεν έχω σήμα εκεί που βρίσκομαι, λέω.

Λείπω, πήγα με έναν γκόμενο στην Κίνα. Κλείνω το κινητό, με πρόφαση βουνά και ακτές. Εξαφανίζομαι, αγνοούμαι σε κάποια παραλία. Ψέματα, αλήθειες, δεν θέλω να μιλήσω. Δεν έχω χρόνο για σένα, μονάχα για μένα. Έτσι, σταματάνε να καλούν, σταματάνε να με απασχολούν, σταματάνε όλα.

Τότε ναζιάρικα πιάνω κάτι, μου αρέσει και συνεχίζω. Αποκόβομαι από λόγους και αιτίες που με αποσπούν άσκοπα. Ακούω μια ορχήστρα χωρίς να τελειώνουν οι νότες. Εικόνες ζωντανεύουν στην φαντασία και τα γράφω. Χωρίς διακοπές. Χωρίς βλακείες. Κάνω ότι γουστάρω, χωρίς δικαιολογίες. Δεν επικρίνω αυτά που επιλέγω, δεν αφήνω. Όπως παλιά, που δεν υπήρχε τρόπος ανίχνευσης να βουλώσει την ελευθερία. Ελευθερία. Όπως παλιά, τότε που θυμάσαι.

Υπάρχουν τέτοιες μέρες, που θέλω να τα κλείσω όλα.

Θέλω να ξεχάσω, πως υπάρχεις εσύ, πως συμβαίνει κάτι. Θέλω να διαγράψω, εκείνα που έγιναν πιο πριν. Δεν επηρεάζεις την ζωή, δεν επιτρέπω να μπει κανείς, και ξεχνάω όλα τα άλλα. Εκείνα τα καλοκαίρια της μοναξιάς, ξεχωριστό από όλα τα άλλα.

Υπερφορτισμένη κοινωνία, υπερφορτισμένο δίκτυο για οδηγό και μια οθόνη προστασία. Ξεχνάς ποτάμια, μονοπάτια, δρόμους, προσπερνάς δίχως να κοιτάς μια πραγματική ζωή. Θάλασσες, εσωτερικούς καημούς, ανθρώπους δίχως τέλος. Ξεχνάς την αλήθεια, με ψέματα της στιγμής. Η σκηνή του έξω κόσμου χάθηκε, στράφηκες σε φτιαχτά παράθυρα. Δεν κατάλαβες τις ώρες που έχασες, μοναδικός καημός να σε προσέξουν, μια ψεύτικη καρδιά να εμφανιστεί στην φώτο. Ένα τζάμι η πραγματικότητα, ώσπου να πεθάνεις από τον πολύ ηλεκτρισμό. Μονάχα ο μέσα κόσμος μιας εικονικής παγίδας είναι αληθινός, ασφαλής και παντοτινός.

Δεν υπερβάλλω, δεν κάνω λάθος. Ίσως απλά γίνομαι σκληρή, όμως έμαθα τα καλοκαίρια να περνάω δίχως εσένα να με ενοχλεί.


Created by Diana Chemeris

Πέμπτη 25 Μαΐου 2017

ΣΚΥΛΙΑ


ΣΚΥΛΙΑ

Κάθε καταραμένο βράδυ. Με κυνηγάνε τα σκυλιά.

Έκανα λάθη, και τα σκυλιά τα θυμούνται. Με κυνηγάνε σαν αρπακτικά, είμαι ένα θήραμα που τρέχει να ξεφύγει. Είναι εικόνες που δεν ξεθωριάζουν, με τον χρόνο σκοτεινιάζουν, διαστέλλονται σε κακά σημάδια, σαν κακός οιωνός. Θυμάμαι στιγμές που δεν αλλάζουν,  στριμώχτηκαν στο παρελθόν και μένουν εκεί. Ήταν επιλογή μου, σφάλματα μου. Τα ήθελα. Τα έκανα.

Ύαινες στο κεφάλι μου, φοβερίζουν, με κάνουν να πιστεύω πως ακόμα κάνω λάθος. Κάποιος γαβγίζει. Δεν είμαι εγώ, είναι εκείνα, τα Σκυλιά. Με κυνηγούν, σκιές γεμίζουν την ζωή μου, σε κάθε στροφή συναντώ εκείνα. Τα δέχτηκα, τα καλωσόρισα, τα χάιδεψα. Ένας άπληστος εαυτός, σίγουρος για την ασφάλεια, ένας εγωισμός που καλοπερνάει, ενώ τα σκυλιά περιμένουν.

Σκυλιά.

Οι σκύλες με δαγκώνουν, με ξεκοιλιάζουν εκ των έσω, βρίσκουν κάθε ρωγμή, κάθε πτυχή του εαυτού μου που δεν θεραπεύω, σκάβουν πιο βαθιά. Δαγκώνουν. Κανένας δεν βοηθάει, κανένας δεν γνωρίζει τα σκυλιά μου. Έχουν δικά τους σκυλιά.

Το κατοικίδιο φαίνεται γλυκό, στο πρώτο αθώο καπρίτσιο γλύφει το χέρι, κλαψουρίζει για άλλα χάδια. Αμέσως πικράθηκα όταν έβγαλε τα δόντια του, πάνω μου. Μεγάλωσαν οι επιπτώσεις όσο καιρό δεν ανησυχούσα, όσο καιρό έστριβα τα μάτια μου ώστε να μην δω, αρνούμενος τις φυσικές ορμές τους. Ήταν άγρια, έγινα άγριος και εγώ. Τώρα δεν μπορώ να ξεφύγω, τα σκυλιά μου ανήκουν.

Με κομματιάζουν. Τα αφήνω, τα ταΐζω. Τους δίνω ένα κομμάτι κρέας του εαυτού μου, εκείνα θέλουν και άλλο. Αφουγκράζονται, φρουρούν, επιτίθενται. Παραπονιέμαι. Άλλα τα γνωρίζω πια.

Τα αναγκάζω να ριχτούν. Ξεχνάω πως τα αφήνω, δεν τα δένω. Ξεχνάω πως εγώ τα επέλεξα, εγώ τα έπλασα, κανένας δεν φταίει. Τα σκυλιά είναι δικά μου. Ζουν μαζί μου. Τα σκυλιά είμαι εγώ. Ο καταραμένος μου εαυτός δεν αλλάζει. Αυτά είναι τα σκυλιά μου.

Τα παιδιά μου. Τα φροντίζω. Περιμένω την επόμενη επίθεση, σαν συνήθεια πλέον. Τα περιμένω. Στην πτώση της ζωής που δημιούργησα. Επικίνδυνα. Κάθε βράδυ, περιμένω ήσυχος. Καθώς εκείνα με πλησιάζουν, μένω ακίνητος. Καθώς εκείνα με μυρίζουν, παραμένω ατάραχος. Ψάχνουν την  ιδανική στιγμή, όταν αδυνατώ να τα ξημερώσω. Τότε που πλέον παραδίνομαι, και με τρώνε ζωντανό .
Πλησιάζουν, τα ακούω, η ανάσα τους κοντά. Γαβγίζουν.

Created by Diana Chemeris