Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2015

ΚΑΜΜΕΝΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ


ΚΑΜΜΕΝΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ

<<Μην το κάνεις.>> φώναζε. <<Σκέψου τα παιδιά.>>

Έξαλλος, δεν σκεφτόμουν. Δεν με σέβεται, δουλεύω πολύ για να θρέψω εκείνη και τα παιδιά μας, είμαι η βάση της οικογένειας. Και όμως, γυρνάω σπίτι και βρίσκω αχαριστία, γκρίνια και παράπονα. Πουθενά δεν με γεμίζει αυτή η γυναίκα, πως την ερωτεύτηκα και την παντρεύτηκα.

Γιορτές είναι, αξίζω μια νύχτα μόνος μου, μακριά από το σπίτι, από τις φωνές των παιδιών, από το χάος του σπιτιού. Επέλεξα τους φίλους που έχω καιρό να δω. Ένα διαφορετικό είδος χάους, ευχάριστο για μένα. Δεν τους βλέπω συχνά, σπίτι, γραφείο, σπίτι ξανά, μου έχει λείψει η παρέα τους. Σήμερα αποφάσισα να αφιερώσω το βράδυ σε εμένα.

Εντάξει, ξεφύγαμε λίγο με τα παιδιά. Τα ποτά και τα σφηνάκια δεν σταματούσαν. Ξεκινήσαμε σε ένα απλό γιορτινό μπαρ, καταλήξαμε σε ένα στριπτιζάδικο. Δεν άντεχα τα τηλεφωνήματα της, που ξεκίνησαν από νωρίς το βράδυ, έκλεισα το κινητό. Ξέρω πως το πρωί έπρεπε να είμαι παρών όταν τα παιδιά ανοίξουν τα δώρα τους, και θα ήμουν. Άλλα ήθελα και το δικό μου δώρο, την ελευθερία μιας βραδιάς, γιορτές που είναι.

Όχι, δεν βρήκα άλλη, ούτε την απάτησα. Πέρασε από την μύτη μου λίγη κοκαΐνη, καταλήξαμε στο τέλος σε ένα παρακμιακό μαγαζί. Φορώντας έναν σκούφο στο κεφάλι μου, του Άγιου Βασίλη, συνέχισαν τα ποτά και οι γραμμές.

Γύρισα σπίτι τα ξημερώματα, ακόμα με τον σκούφο στο κεφάλι. Ήξερα μόλις την αντίκρισα στον καναπέ δίπλα στο χριστουγεννιάτικο δέντρο, τι θα επακολουθούσε. Με περίμενε νευρική, τσαντισμένη με μαύρους κύκλους από την αϋπνία. Εγώ φτιαγμένος και ζαλισμένος, με ανήσυχο βλέμμα, μύριζα αλκοόλ. Άρχισε να μιλάει άσχημα, πράγματα που είχα ξανακούσει, άλλα ποτέ δεν με επηρέαζαν. Σήμερα όμως με εξόργισαν.

Δεν σέβομαι εγώ την οικογένεια μας, δεν σέβομαι αυτήν. Εγώ το μόνο που κάνω είναι να δουλεύω, να έχει αυτή τα δώρα της και τις ανέσεις της. Το μόνο που κάνω είναι να δουλεύω, να δώσω ένα μέλλον στα παιδιά μας, να πάνε σε καλά σχολεία και να μην τους λείψει τίποτα. Δεν εκτιμάει αυτή η γυναίκα, δεν εκτιμάει εμένα και τις ανάγκες μου ως άντρας. Μέσα στις κατηγορίες που έλεγε, το μυαλό μου θόλωσε.

Τα μάτια μου γυάλιζαν, ένιωθα έντονα συναισθήματα και δυσφορία, ναι αυτό ήταν, δεν είχα αντίληψη του τι έκανα και έλεγα. Τα παιδιά ξύπνησαν από τις φωνές, κρυβόντουσαν στα δωμάτια τους. Άκουγα μόνο ήχους από κραυγές, φωνές και κλάματα, δεν ξεχώριζα τίποτε από αυτά. Το τζάκι αναμμένο. Μα γιατί το άφησε αναμμένο..

Εγώ το έκανα, ναι πρέπει να το έκανα εγώ. Η εικόνα ζωντανεύει στο μυαλό μου όσο συνέρχομαι από την εμπειρία και την ζάλη. Η γυναίκα μου όσο και να φωνάζει δεν πειράζει κανέναν. Πρέπει να έπιασα κάποιο κάρβουνο με τα χέρια μου, ακόμα νιώθω το κάψιμο, πονάει.

<<Μην το κάνεις.>> φώναζε. <<Σκέψου τα παιδιά.>> Μου φάνηκε αστείο, εκείνη την στιγμή να την τρομάξω, δεν σκέφτηκα τις επιπτώσεις. Πέταξα το κάρβουνο στο δέντρο, και γελούσα, δεν σκέφτηκα την πράξη μου. Το δέντρο έπιασε φωτιά αμέσως, το ψεκάσαμε με σπρέι ανακατεμένη με χρυσόσκονη όταν το στολίζαμε. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα έπιασε φωτιά και η κουρτίνα, και μέσα σε λίγα λεπτά ολόκληρο το σαλόνι.

Δεν συνηθίζω να αντιδράω έτσι, πρέπει να έφταιγε το ποτό μαζί με τα ναρκωτικά. Με έφερε στα όρια μου, έσπασα, έχασα την υπομονή μου και την αυτοσυγκράτηση μου. Έχω και εγώ ανάγκες για διασκέδαση. Δεν το σεβάστηκε, όχι, ήθελε να κάνει την έξυπνη. Τώρα το μόνο που κατάφερε είναι να κάθομαι μέσα στο περιπολικό με κατηγορίες, αυτή να κοιτάει δύσπιστα και σοκαρισμένη εμένα και το σπίτι που καίγεται, και τα παιδιά μας τραυματισμένα.


Created by Diana Chemeris

Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2015

Η ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ ΠΟΥ ΚΑΤΕΣΤΡΕΨΕ


Η ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ ΠΟΥ ΚΑΤΕΣΤΡΕΨΕ

Είναι δυνατόν να είναι αληθινός ο Θρύλος, αυτός που οι πρόγονοι μου πρόβλεψαν, ή είναι απλά ιστορίες για παιδιά. Αυτός! Ο Θεός Κετζαλκόατ, ο Θεός του αέρα, βρίσκεται μπροστά μου, με σάρκα και οστά. Είναι δυνατόν άραγε.

Δεν είναι σαν τους ανθρώπους του λαού μου, αυτός είναι διαφορετικός. Το δέρμα του είναι κάτασπρο σαν τα άσπρα σύννεφα που κινεί ο άνεμος, το γένι του επιβλητικό στο πρόσωπο του, τα κόκκινα μαλλιά του καίνε σαν φωτιά στην κεφαλή του, και τα μάτια του στο χρώμα που δεν κατέχει κανένας από τους ανθρώπους μου, πράσινα. Είναι ίδιος με την εικόνα που απεικονίζεται στους θρύλους, έτσι όπως τον περιγράφουν γενεές τώρα.

Δεν είναι άνθρωπος αυτός, μα ναι, είναι ο Θεός των θρύλων. Είναι δυνατόν. Πώς έφτασε εδώ, από πού εμφανίστηκε. Δεν υπάρχει άλλος τόπος πέρα από την χώρα των Αζτέκων, η χώρα μου είναι πλούσια και ιερή, δεν υπάρχει τίποτα πέρα από την θάλασσα. Και όμως αυτός ήρθε από την θάλασσα, τον έφερε καβάλα ο άνεμος.

Μα ναι, αυτός είναι Θεός. Φυσούσε την μέρα που μπήκε στο βασίλειο μου, και κάθε φορά που έρχομαι κοντά του, νιώθω ένα απαλό αεράκι, κρύο. Ο άνεμος ανακατεύει τα μαλλιά του, φαίνεται πως το απολαμβάνει, του ανήκει. Μα δεν μπορεί να είναι συμπτώσεις, αυτός είναι ο Θεός του αέρα. Το πρόβλεψαν οι θρύλοι, δεν μπορεί να λένε ψέματα. Δεν κάνω λάθος, δεν υπάρχει άλλος όμοιος του, αυτός είναι.

Αυτή η Ινδιάνα γυναίκα που τον ακολουθεί, η ερωμένη που διάλεξε να έχει, κατάγεται από μία εχθρική φυλή που κυβερνάμε. Συνωμοτεί εναντίον του λαού μου ή ακολουθεί διαταγές του Θεού της, του Θεού μου, του Θεού μας. Ψιθυρίζει σιγανά στο αυτί μου, σκέψεις και διαταγές. Ο Θεός Κετζαλκόατ πρέπει να φύγει λέει, να συναντήσει τους άλλους θεούς, θα γυρίσει με δώρα και πλούτη, αμύθητα και πέρα φαντασίας από το ίδιο το βασίλειο μου. Την ακούω, γιατί την άκουσα?

Γιατί οι ακόλουθοι που άφησε πίσω να μας προστατέψουν, έσφαξαν τους ευγενείς του λαού μου, αφού πήγαν να προσευχηθούν στον ναό μας. Είναι και αυτοί Θεοί που εξοργίστηκαν για κάποια αναίδεια, ή απλά δαιμόνια που ακολουθούν τις διαταγές του Θεού. Γιατί εξαπέλυσε την οργή του πάνω μας, γιατί μας τιμωρεί. Του έστειλα δώρα, τον ευχαρίστησα για την εμφάνιση του, μας τίμησε αυτόν τον χρόνο μέσα στους θρύλους των αιώνων. Τον φιλοξένησα, τον τάισα, υποκλίθηκα μπροστά του όπως μόνο σε Θεό άξιζε. Μα πού τον πρόσβαλα?

Μάλλον έκανα λάθος, υπήρξα αφελής, δεν ήταν Θεός αυτός. Πριν πάρω την τελευταία μου πνοή, πρόδωσα τον λαό μου. Άφησα να καταστρέψουν τους ναούς μας, να βάλουν τις δικές τους εικόνες με άλλα πρόσωπα, θεότητες που δεν γνωρίζω. Έτσι ζήτησε ο Θεός Κετζαλκόατ, αυτό απαίτησε, νόμιζα πως ήταν το σωστό, να κάνω το θέλημα του. Ατίμασα εμένα, ως αυτοκράτορας των Αζτέκων, ατίμασα τον λαό που προοριζόμουν να προστατέψω. Τους πρόσταξα να υπακούσουν έναν βάρβαρο. Οι άνθρωποι μου στράφηκαν εναντίον μου, με πετροβόλησαν, με ύβρισαν, άφησα έναν ξένο να μπει μέσα στον τόπο μας και τον ανακήρυξα Θεό.

Έκανα λάθος άραγε, μα το λένε οι θρύλοι. Με ξεγέλασαν τα μάτια μου και η τυφλή μου πίστη, μήπως ήταν τρέλα. Γιατί με πρόδωσε ο Θεός που λάτρευα, γιατί με σκότωσε?

Created by Diana Chemeris

* Αναφορά στα γεγονότα της εισόδου του Ισπανού Κορτές το 1518, στην πρωτεύουσα των Αζτέκων, την Τενοτστιτλάν. Εκεί, ο βασιλιάς Μοντεζούμα, λόγω των θρύλων μπέρδεψε τον Κορτές με θεότητα. Μία παράξενη ιστορία για το πώς, η χώρα αυτή, κατακτήθηκε.

Πηγή: "Εξουσία και Απληστία" του Philippe Gigantes

Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2015

Η ΛΙΜΝΗ


Η ΛΙΜΝΗ

Θυμάμαι από μικρός ερχόμουν εδώ. Μακάρι να ήμουν ξανά μικρός, τότε που δεν με απασχολούσε τίποτα, βρισκόμουν μακριά από όλες τις έγνοιες. Δεν γνώριζα τίποτα, δεν μπορούσα να φανταστώ ακόμα, τι μπορεί να σημαίνει ζωή, οι δυσκολίες της, οι ευθύνες της, τα καμώματα της. Μακάρι να ξαναγινόμουν μικρός, να κολυμπούσα μέσα σε αυτήν την λίμνη όπως τότε. Απολάμβανα το χλιαρό νερό, κρατούσα την αναπνοή μου, κολυμπούσα όσο πιο βαθιά μπορούσα, μέσα στα νερά της.

Τώρα κρατάω την αναπνοή μου, την κρατάω όσο μπορώ. Δεν μπορώ να κάνω αλλιώς, με πνίγουν οι τύψεις, με τύλιξαν σαν τα νερά της. Η λίμνη αυτή, ήταν πάντα ήρεμο μέρος για μένα, την ψυχή μου. Τώρα δεν μπορώ να ξεφύγω μέσα της, από την αλήθεια, όχι πια. Πνίγομαι.

Μεγάλωσα, δεν ήμουν πια παιδί. Και όπως όλα τα παιδιά που μεγαλώνουν, ήταν αναμενόμενο να ανακαλύψω την πραγματική ζωή. Ανακάλυψα τα πάθη, την απάτη, την κοροϊδία, την δυστυχία. Για να ξεφύγω, ζαλίστηκα από το πόθο, από τις απολαύσεις της ζωής, τις εφήμερες αισθήσεις που τις πρωινές ώρες φεύγουνε. Κάθε φορά που άνοιγαν τα μάτια μου, επέμενα να τις ξαναβρώ, να μπω ξανά μέσα στο παιχνίδι τους, επέμενα ο χαζός.

Έμπλεξα, είχα μια αγάπη. Μία αγάπη που με συνάρπαζε. Αισθανόμουν την αδρεναλίνη και την έξαψη, όπως δεν με είχε κάνει ποτέ να νιώσω μια γυναίκα. Ο τζόγος. Τα λεφτά, το παιχνίδι, ο εθισμός. Αυτό το κομμάτι χαρτί, μαγικά εμφανιζόταν και εξαφανιζόταν μπροστά μου, άλλαζαν χέρια με ταχύτητα που ζάλιζε. Μία τα έχανα, μια τα κέρδιζα. Όταν τα κέρδιζα όμως…

Αισθανόμουν γεμάτος, δυνατός, υπερήφανος. Ξέχναγα την δυστυχία που ερχόταν πακέτο μαζί με την πραγματική ζωή, ένιωθα ολοκληρωμένος. Για λίγο, μετά άρχιζαν όλα πάλι από την αρχή. Δεν άντεχα να βρίσκομαι μακριά από την πράσινη τσόχα, από την αίσθηση του παιχνιδιού, της νίκης. Δεν άντεχα να αποφεύγω τον πόθο μου.

Κάποια στιγμή αναγκάστηκα να δανειστώ. Όχι, δεν υπολόγιζα πως θα χάσω. Τα έπαιξα, τα έχασα. Δανείστηκα από αλλού, ξανά. Αυτή την φορά από άντρες επικίνδυνους, που σαν μικρό παιδί μου λέγανε να μείνω μακριά τους. Μεγάλος πια, τους πλησίασα από ανάγκη, ζήτησα λεφτά να παραμείνω στον εθισμό μου, να παρατείνω την μεγάλη μου αγάπη, αυτήν που γέμιζε την ζωή μου, έστω και φευγαλέα. Μου τα δώσανε.

Τα έχασα, ξανά και ξανά. Άπληστος, τα λεφτά έφευγαν μπροστά από τα έκπληκτα μάτια μου, πως μπόρεσα να τα χάσω. Εκνευριζόμουν, μα δεν έβλεπα πως αυτό το ελάττωμα, κάθε μέρα που περνούσε, με έφερνε όλο και πιο κοντά στην λίμνη, εδώ.

Πάντα αγαπούσα αυτά τα νερά, μακάρι να ξαναγινόμουν μικρός. Μέσα στην ηρεμία της λίμνης, κάτω από την επιφάνεια της, διαγράφω όλα μου τα χρέη. Δεν χρωστάω πια σε κανέναν, δεν έχω λεφτά να δώσω, δεν έχει πια σημασία. Τα πληρώνω τα χρέη μου, και με το παραπάνω.

Οι ίδιοι άντρες που χρωστούσα, οι τοκογλύφοι, με έφεραν εδώ. Τραβώντας με προς τα νερά της λίμνης, που τόσο αγαπώ. Τους παρακαλούσα να με αφήσουν, δεν είχα τα λεφτά που μου ζητούσαν, δεν μου απέμεινε τίποτα. Έκανα λάθος.

Με πέταξαν μέσα στο νερό, και τώρα είμαι ήρεμος, όπως τότε. Κρατώ την αναπνοή μου, όπως τότε. Μέσα στα ήρεμα νερά της, όπως τότε. Φτάνοντας στον πάτο της λίμνης, όπως τότε. Οι βαριές πέτρες με τραβάνε από τα πόδια, πνίγομαι.

Created by Diana Chemeris

Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2015

ΤΟ ΠΛΟΙΟ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ


ΤΟ ΠΛΟΙΟ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

Ξεκινήσαμε πολλοί, απομείναμε λίγοι πάνω στο μεγάλο ξύλινο πλοίο που θα μας μετέφερε στην Αμερική, την ήπειρο που κάποιος Κολόμβος ανακάλυψε.

Ξεκινήσαμε με όνειρα, για μια καινούρια ζωή. Η Ιρλανδία δεν μας προσέφερε τίποτα, οι πλούσιοι πάταγαν τους φτωχούς, στους φτωχούς δεν έφταναν τα λεφτά για να ταΐσουν τις οικογένειες τους και κάθε χρόνο, ο χειμώνας που ερχότανε, ήταν πιο βαρύς από τον προηγούμενο.

Μας μίλησαν για τον Νέο Κόσμο, πως πολλές οικογένειες μετοίκησαν εκεί και έγιναν πλούσιες, μας γέμισαν με φιλοδοξίες. Μία χώρα που δεν διακρίνει, μια χώρα ολοκαίνουρια, που οι ευκαιρίες δεν λιγοστεύουν, μια χώρα νεογέννητη που θα μας δεχόταν χωρίς αμφισβήτηση. Μας διαβεβαίωσαν πως είμαστε η γενιά που θα την μεγάλωνε, που με διάθεση και κόπους, θα την ονομάζαμε πατρίδα, η δικιά μας πατρίδα.

Έτσι, δεν αργήσαμε να ανεβούμε, με τον άντρα μου και τα δύο μας παιδιά, πάνω στο επιβλητικό πλοίο με τα βαθύ μπλε πανιά. Πουλήσαμε το σπίτι μας, όλα μας τα ζώα, και με λίγα υπάρχοντα ξεκινήσαμε για το άγνωστο, με ελπίδα μια καλύτερη ζωή.

Το πλοίο ήταν γεμάτο από συμπατριώτες με την ίδια επιθυμία. Αναγνωρίζαμε την φτώχεια στα μάτια τους, και τα καινούρια όνειρα που εμφύτευσε αυτό το μεγάλο ταξίδι. Σαλπάραμε χαρούμενοι, γεμάτοι προσδοκίες, και τελικά συναντήσαμε μια μοίρα, χειρότερη από την προηγούμενη.

Στην αρχή, λίγοι αρρώστησαν, ξεκίνησαν με εμετούς, πυρετό και πόνους στο στομάχι. Λίγες μέρες αργότερα έφτυναν αίμα, χλωμοί και εξαντλημένοι, προσευχόντουσαν να τελειώσει το μαρτύριο τους. Έπεσαν τα πρώτα πτώματα, όσο περνούσε ο καιρός, ο αριθμός μεγάλωνε. Δυστυχία απλώθηκε στο πλοίο, ο πληθυσμός μειωνόταν, σχεδόν κανένας δεν μπορούσε να ξεφύγει. Σαν φάντασμα που στοίχειωσε το κατάστρωμα, έσβησε τα χαρούμενα και υποσχόμενα χαμόγελα από τα πρόσωπά μας. Με συντροφιά το θάνατο, περιμέναμε με αγωνία το επόμενο θύμα.

Κατάρα λέγανε, από τους πλούσιους που αψηφήσαμε και αφήσαμε πίσω. Άλλοι μιλάγανε για μάγισσες που επιβιβάστηκαν μαζί μας, και έκαναν το έργο του Σατανά. Όλοι ψάχναμε την πηγή του λοιμού, μέχρι που ο παπάς που μας συντρόφευε, έπεσε θύμα της. Ούτε ο καπετάνιος τα κατάφερε, οι ναυτικοί οδηγούσαν το πλοίο στα τυφλά, πολεμώντας με τα άγρια θυμωμένα κύματα. Προσευχόμασταν στον Θεό να μην συνεχίσει την τιμωρία μας, να μας συγχωρήσει που τολμήσαμε να απαρνηθούμε την πατρίδα που μας έδωσε.

Δεν είχαμε άλλη επιλογή, από το να πετάμε τα πτώματα στην θάλασσα. Στο μακρύ ταξίδι, είδα να πετάνε μέσα στην θάλασσα τον άντρα μου, και αμέσως μετά την μικρή μου κόρη.

Όταν φτάσαμε, επιτέλους, στην ευλογημένη χώρα. Κράταγα στα χέρια μου τον άρρωστο γιο μου, τα συμπτώματα του ήταν προχωρημένα. Μας έβαλαν αμέσως σε καραντίνα, για να μην μολύνουμε με την αθεράπευτη αρρώστια μας, τους ντόπιους που έφτασαν πριν από μας. Δεν μας πλησίαζε κανείς, είδα τον γιο μου να ξεψυχάει στην γωνία του σφραγισμένου στάβλου, άλλο ένα πικρό χτύπημα από την τιμωρία του Θεού. Και τώρα με την σειρά μου, με χαμένη την ελπίδα για το αύριο, περιμένω ολομόναχη, να ξεψυχήσω σε μια άγνωστη καταραμένη γη.


Created by Diana Chemeris