Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΜΟΥ
Αγαπάω τον βασιλιά μου, τον αυτοκράτορα μου, τον άντρα μου.
Σέβεται την χώρα του, τους χωρικούς και τους υπηκόους του, κυβερνάει με σθένος
και ικανότητα. Σε θέματα πολέμου υπερισχύει σε στρατηγική από τους στρατηγούς,
και σε καιρό ειρήνης επικρατεί ευημερία στην χώρα.
Ο βασιλιάς μου, το άστρο μου, το φως μου, τα μάτια μου, ο
κόσμος όλος. Είμαι περήφανη που έγινα βασίλισσα του, κάθομαι στο πλευρό του
δίπλα στον θρόνο του. Ανάμεσα στις υπόλοιπες πριγκίπισσες της χώρας διάλεξε την
δική μου ομορφιά να στολίζει την αυτοκρατορία του, την δική μου υπακοή. Είμαι υπερήφανη
για τον βασιλιά μου.
Είναι τρυφερός μαζί μου, συγκρατημένος, διακριτικός στους τρόπους
του, όπως μόνο σε έναν βασιλιά αρμόζει. Είναι άντρας θαρραλέος και δίκαιος, άξιος
ανδρείας, σεβαστός από όλους. Ο λαός τον αγαπάει, όπως και οι υπηρέτριες του.
Είμαι ευτυχισμένη στο κάστρο μου. Ικανοποιημένη από τις περιποιήσεις,
την θέση που κατέχω στην εξουσία. Κάθε επιθυμία μου είναι διαταγή. Δεν μπορώ να
ζητήσω άλλη τύχη, δεν τολμώ να ζητήσω τίποτε άλλο από τον Θεό, είμαι
ευλογημένη.
Μέσα στο κάστρο, ανάμεσα στα πλούτη, περπατάω στους
μεγαλοπρεπής διαδρόμους. Μια συνήθεια της πληκτικής ζωής μου όταν δεν
χρειάζομαι στο πλευρό του αυτοκράτορα μου. Δεν του έχω δώσει απογόνους ακόμα,
σπάνια έρχεται στην κάμαρα μου. Βλέπω την εκτίμηση και την αγαθή αγάπη στα
μάτια του, και αυτό μου φτάνει. Τον αγαπώ.
Μια μέρα άκουσα γέλια σε μία από τις κάμαρες, το γέλιο ήταν
δικό του. Κοντοστάθηκα κοντά στο πέτρινο παράθυρο, την γνώριζα αυτή την γυναικεία
φωνή. Περίμενα, μέχρι που οι συνομιλίες και τα γελάκια σταμάτησαν. Βγήκε
ακτινοβολώντας με χαρά μια υπηρέτρια του κάστρου, με έχει περιποιηθεί μερικές φορές.
Ανέφερε πως σέρβιρε το γεύμα του βασιλιά, του κρατούσε
λιγοστή συντροφιά στην μοναδική ώρα της ημέρας που ξεκουράζεται από τα καίρια
ζητήματα της χώρας. Μια σπίθα ζήλιας σιγοτρέμισε μέσα μου, προτιμάει την
συντροφιά μιας υπηρέτριας παρά την δική μου. Το χαριτωμένο χαμόγελο και οι
ευχάριστοι εύθυμοι τρόποι της, έσβησαν την σπίθα. Δεν τον ενόχλησα.
Λίγο καιρό μετά η υπηρέτρια παντρεύτηκε με τις ευλογίες του
βασιλιά, και γέννησε. Η υπόθεση ξεχάστηκε στο μυαλό μου, μέχρι που ξαναπέρασα από
την συγκεκριμένη κάμαρα. Έμεινα για αρκετή ώρα κοντά στο παράθυρο, άκουγα
έντρομη με φρίκη την φωνή του βασιλιά μαζί με την γυναικεία φωνή γεμάτη ηδονή. Έφυγα τρέχοντας στους διαδρόμους του βασιλείου.
Λίγη ώρα αργότερα με επισκέφτηκε η μεγαλειότητα του, τον
υποδέχτηκα με περιφρονητικό χαμόγελο. Φίλησε το χέρι μου χωρίς να παρατηρήσει
την διάθεση μου. Ήταν ευδιάθετος, τα μάτια του άστραφταν από ευτυχία, αναψοκοκκινισμένος.
Μύριζα πάνω του την γυναικεία μυρωδιά, η οποία δεν ήταν δική μου. Η φλόγα της ζήλιας
άναψε, το μυαλό μου θόλωσε. Είναι τρέλα, πως τόλμησε. Ο βασιλιάς μου με
πρόδωσε, μαζί με εμένα θα προδώσει και την χώρα μου. Δεν θα το επέτρεπα, την
αγαπούσα.
Έδιωξα κακήν κακώς τους υπηρέτες από την κάμαρα μου,
προφασίστηκα πως έχω κάποιο σοβαρό ζήτημα να συζητήσω, τον έπεισα να κάτσει
μαζί μου για τσάι. Δεν ανέφερα το περιστατικό, άλλα τους μελλοντικούς απογόνους
που θα αποκτήσουμε καθώς τον έβλεπα να πίνει το πικρό τσάι που του πρόσφερα.
Αμφιβολία πέρασε από τα μάτια του, διαδέχτηκε ο φόβος κάτω από
το σκληρό απαθές βλέμμα μου. Το φλιτζάνι από τα χέρια του χύθηκε, μαζί με το
αρσενικό που γλίστρησε μέσα από τα αδέξια μου χέρια προ ολίγου. Αγωνιούσε
πεσμένος στο πάτωμα. Σπαρταρούσε, πονούσε, ικέτευε, προσευχόταν, με απειλούσε
καθώς αποτελείωνα το τσάι μου. Ξέρω πως μέχρι να φτάσουν οι φρουροί αυτός θα
είναι νεκρός και εγώ θα εκτελεστώ.
Created by Diana Chemeris