Πέμπτη 4 Φεβρουαρίου 2016

ΟΠΛΟΦΟΡΩ


ΟΠΛΟΦΟΡΩ

Κοιτάζω το είδωλο μου στον καθρέφτη, δεν μου αρέσει αυτό που βλέπω. Γέρασα και η ζωή πέρασε χωρίς να το καταλάβω. Γνώρισα ανθρώπους, όλοι τους περαστικοί, γυναίκες και φίλοι. Δεν άφησαν τίποτα πάρα μόνο θλιβερές αναμνήσεις και λιγοστές χαρούμενες. Έρωτες που δεν εκπληρώθηκαν και φίλοι που με πούλησαν.

Κοιτάζω το όπλο στα χέρια μου. Δεν το έχω χρησιμοποιήσει ποτέ, το κρατάω για προστασία, επικίνδυνες εποχές ζούμε. Οι άνθρωποι που συναντώ κοιτάζουν άπληστα, με κακία, μίσος, σαν να εύχονται το κακό μου. Κάποιες φορές πιάνω τον εαυτό μου να θέλω να χρησιμοποιήσω το όπλο πάνω τους, εκεί όμως θα διαπράξω έγκλημα, αμαρτία, και θα πληρώσω.

Δεν μου μένει τίποτα άλλο παρά να ανέχομαι. Ανέχομαι ανθρώπους που δείχνουν τα δόντια τους σε ένα ψεύτικο χαμόγελο και μόλις βρούνε ευκαιρία δαγκώνουν. Τους ανέχομαι, φθείρομαι ψυχολογικά, δεν τους αντέχω.

Κοιτάζω το είδωλο μου στον καθρέφτη. Πώς έγινα έτσι. Κάποτε ήμουν νέος, ζωηρός, γεμάτος ελπίδες και επιθυμία. Χαρά, προσδοκία, χαιρόμουν και αγαπούσα τους ανθρώπους μου. Τώρα μόνο απέχθεια έχει ριζώσει βαθιά μέσα μου, η καρδιά μου κρύωσε. Πως έχει γίνει έτσι η ζωή μου. Κοιτάζω το είδωλο μου στον καθρέφτη, στοχεύω. Μπαμ.

Γίνεται θρύψαλα. Κοιτάζω το όπλο, κάνει θόρυβο. Όπως έκαναν τόσοι άνθρωποι στην ζωή μου, ψεύτικες υποσχέσεις και ψεύτικες αγκαλιές. Έφυγαν σαν το βράδυ, τον κρύο αέρα που με την αυγή φεύγει μαζί με τις άσχημες βασανιστικές σκέψεις. Και πάλι από την αρχή, μέρα με την μέρα πολεμάω, ψάχνω. Ψάχνω τους ανθρώπους που τόσο είχα αγαπήσει, που δεν υπάρχουν πια, με το πέρασμα του χρόνου άλλαξαν. Αυτό που είχα αγαπήσει δεν υπάρχει, δεν θα το βρω. Πέρασε και αναρωτιέμαι. Που πήγαν όλα.

Κοιτάζω τα θρύψαλα. Δεν είμαι νέος πια, γεμάτος ζωντάνια. Γέρασα, έγινα πικρόχολος, πως έγινε έτσι η ζωή μου ρωτώ ξανά και ξανά. Μπήκα στο παιχνίδι μαζί με τους άλλους. Να δαγκώσω και εγώ, να πληγώσω. Ένα πραγματικό χαμόγελο δεν ζωγραφίζεται πάνω στο πρόσωπο μου, έχει να εμφανιστεί καιρό. Μόνο υποκρισία, μόνο αυτό έχει απομείνει. Έτσι περνάει όλη η μέρα, με ψέματα. Βαθιά μέσα μου αναρωτιέμαι, πού πήγε αυτός ο ευχάριστος νεαρός, που αγαπούσε, που ευχόταν, που ήλπιζε. Που πήγε, έγινε θρύψαλα. Κοιτάζω κατάματα την κάννη του όπλου. Μπαμ.


Created by Diana Chemeris

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου