Πέμπτη 19 Σεπτεμβρίου 2019

ΞΕΦΥΓΑ



ΞΕΦΥΓΑ

Ξέφυγα λιγάκι. Και τι έγινε κυρά μου, δεν με νοιάζει που δεν συμφωνείτε κύριε. Κρίνεις και απαντάς συνεχώς, κανέναν δεν ρωτάς. Σχολιάζεις μονάχα, ένα συνεχές κουτσομπολιό σαν μουρμουρητό. Μου θυμίζεις κάποιον που βαρέθηκα. Χρόνια βλέπω την ίδια ιστορία. Σκασίλα μου μεγάλη. Εγώ θέλω να το κάνω. Και θα το κάνω. Το έκανα μάλλον.

Πως ζωντανεύω τις αισθήσεις μου; Δεν κάθονται νεκρές. Πάθος και τόλμη, έτσι λέγεται το καινούριο μου σενάριο. Το γράφω από παλιά και θυμάμαι μερικά, έτσι καταγράφω στα ανοιχτά να έχεις μια ιδέα

Μεγάλα λόγια, ανύπαρκτες υποσχέσεις και πράξεις που δεν μιλούν ποτέ. Εκεί κόλλησες με κόπο. Ζεις στο χυδαίο κουτσομπολιό, στις λάθος τις προθέσεις και μια απατηλή φαντασία που δεν εξυπηρέτησε ποτέ κανέναν. Ψάχνεις συνηγόρους στα μάταια παιχνίδια. Εσύ δεν κάνεις λάθη, έτσι φτωχά μας έπεισες. Παρατηρείς μερικά ψεγάδια, απαριθμείς τα πολύχρωμα και φωτεινά λαθάκια μου. Γίνεσαι κριτής μου. Αν αντεπιτεθώ και εγώ, τι κέρδισα αλήθεια;

Ξέφυγα λιγάκι, μου άρεσε, το παραδέχομαι. Και το ξανακάνω, πετάω. Το απολαμβάνω, το ακαθόριστο, το ξένο, το μοιραίο. Καταρρίπτω ενοχές, βουτάω και παραμιλάω.

Ψάχνω να βγω νικητής από εδώ μέσα. Δυσανασχετείς που το πήρα απόφαση. Συνεχίζεις να κοιτάς ψυχρά, δεν σου κάνω. Ωμά με λες πουτάνα, τρελή και άσχετη. Χρόνια σε ακούω ενώ τολμώ. Πρώτιστος δεν σε θυμάμαι όταν μιλάς, ένας άγνωστος ενός πεσμένου κόσμου. Ύστερα σταμάτα να μιλάς, δεν βλέπεις ξεφτιλίζεσαι. Σε εσένα μιλάω. Ξέρεις καλά ποιος είσαι. Δεν θα δυστυχήσω από δική μου επιλογή, ούτε θα ακολουθήσω τις δικές σου προδιαγραφές. Κομμένα αυτά.  Κομμάτια θα γίνω για πάρτη μου. Βλέπεις που καταντήσαμε. Πισωμαχαιρώματα στις μεγαλύτερες γιορτές.

Δεν θυμάμαι τι έλεγες. Μπορούσα τότε, μπορώ και τώρα.

Δεν ακούω ανθρωπάκια που πονάνε. Πονάς, δεν καταλαβαίνεις, πνίγεσαι στο μίσος, τα σωθικά σου σφάζονται. Το βλέπω σε κάθε σου εικόνα, πόνος στην ψυχή. Σε έφτασαν στην φυλακή. Σε έθρεψαν, τα μην και τα δεν, σκότωσες τα πάντα, άκουσες τους άλλους. Τους δήθεν τους μεγάλους. Μην τολμάς, θα πληγωθείς. Μην νοιαστείς, θα μαλακώσεις. Μην πηδάς, θα πεθάνεις.  Ώσπου ψόφησες και εσύ και οι όμοιοι σου.

Κανείς δεν πέθανε από τόλμη, μπορεί να έχασε λιγάκι άλλα κέρδισε παραπάνω. Ο τολμών νικά. Ξανά, τολμάω, φεύγω, τρέχω. Το τέρας είναι πάντα συντροφιά, φίλος με εξωθεί εκεί που δεν θα πήγαινα ποτέ, σε μια παράνοια που πλέον αποζητάω. Με κάνει να επιζώ. Σε έχασα και εσένα, μόνο ο εαυτός μου με κοιτά και φωνάζει τόλμα, έλα μην φοβάσαι. Και τι έγινε ρε φίλε. Έτσι την περνάμε, χανόμαστε, βρισκόμαστε, τολμάμε.

Και τρέχω, και φωνάζω, και τολμώ. Το παραδέχομαι, έπραξα για το καλό μου. Ούρλιαξα με την ψυχή μου. Αγάπησα. Αμάρτησα, πείνασα και ενέδωσα ξανά.

Δεν ντρέπομαι, μονάχα ξέφυγα λιγάκι. Έτρεξα μακριά από αυτό που ένιωσες. Σε άλλη ζωή το ίδιο θα έκανα ξανά. Ζήλεψες. Που ήπια, που χόρεψα, που μάτωσα και φώναξα. Που έσπασα γυαλιά και πόρτες. Εμείς φτάσαμε εκεί. Ακούς; Ξεζουμίσαμε τα θέλω μας.

Εσύ; Πες μου πως είναι ο κόσμος σου, γκρίζος ή μουντός. Για θυμήσου, το παλιό δάκρυ που βιαστικά ξέβαψες, που συναισθήματα έδιωξες και ντράπηκες για αυτά. Σε κρίνανε σκληρά και  τους πίστεψες αισχρά. Βλέπεις που έφτασες, δεν τόλμησες, δεν ένιωσες, ούτε καν το έζησες. Ξέχασες.

Δεν είσαι αφέντης πουθενά. Φοβάσαι, δεν τολμάς. Θα σε δουν και την έβαψες, πολύ δύσκολα αντέδρασες, γρήγορα δεν έτρεξες. Σε κρίνουν, σε απομακρύνουν, σε καθοδηγούν μουλωχτά στην μοναξιά ενός χειρότερου εφιάλτη. Είσαι πουθενά. Καλά, δεν έφυγες ακόμα; Δεν τους κατάλαβες ρε πτώμα; Σε έθαψαν για χάρη τους. Το δέχτηκες.

Στέρεψες, μόνος σου αποφάσισες να πεθάνεις.

Εγώ ξέφυγα, με εκείνους που θέλουν να ξεφύγουν, εσένα δεν σε είδα εκεί τριγύρω. Δεν απολογούμαι, στα μούτρα σου εξομολογούμαι. Έτσι είμαι εγώ. Ήρθα στον κόσμο να ξεφύγω, να χαθώ στα όνειρα που έπλασα, μόνη να πνιγώ και να χορέψω στην φωτιά. Δικά μου λάθη, ζω τα μεγαλύτερα μου πάθη.

Έτσι ξέφυγα εγώ.
Created by Diana Chemeris

Παρασκευή 19 Οκτωβρίου 2018

ΑΝΑΨΥΧΗ



ΑΝΑΨΥΧΗ

Είχα χάσει την ψυχή μου. Δεν το φώναζα, το έκρυβα, δεν σε αφορούσε τότε. Μάλλον έχασες και την δική σου, δεν το μοίρασες ποτέ, δεν σου άρεσε να το ακούς. Δεν νοιαστήκαμε, αυτή είναι μια κρυφή αλήθεια. Όλοι σιγά σιγά μπερδεύονται, χάνεται το νόημα, αλλάζει και δεν ζει. Χανόμαστε φίλε μου. Δεν ενδιαφερθήκαμε, δεν καταλάβαμε πως χάνεται μια ψυχή. Που πάει, γιατί πάει και πως είναι αυτή.

Λείπω σε ταξίδι αναψυχής. Κυνηγάω δέσμες του φωτός που μου θυμίζουν κάτι, τον ήλιο που προήλθα οπού θυμίζει αγάπη. Ψάχνω κάτι. Εμένα. Εσένα. Τόσα πράγματα με λίγη ομορφιά. Πολύ μακριά, στην άλλη άκρη, πρόσωπα που δεν θυμίζουν τα παλιά, μέρη που με κάνουν να ξεχνώ την τρέλα. Βοηθούν να μάθω την εικόνα μου βαθιά, όσο ποτέ δεν είδα. Ζώ, σε ένα νησί τόσο μακρινό, όπου ποτέ δεν θα γυρίσω πίσω. Ίσως δεν έπραξα σωστά, δεν ήξερα καλά. Αυτά που λέγαν άλλοι, δεν τα έπαιρνα στα σοβαρά.

Τώρα κάνω ταξίδι αναψυχής. Δεν υπάρχει άλλος λόγος. Εξομολογούμαι. Ναι είμαι μονή, όσο και αν φαίνεται παράξενο. Ψάχνω την ψυχή μου, αλήθεια την είχα χάσει. Δεν με πιστεύεις, θα σου εξηγήσω. Όταν χαραμίζεις ώρες για ένα γιατί, απότομα ξεχνάς το γέλιο, δάκρυα καταλήγει η ζωή. Όλα αλλάζουν, ξέρεις. Χάνεις την ψυχή χωρίς να το αντιληφθείς, και μετά από καιρό ενώ κρύβεται, ψάχνεις να την βρεις στα μονοπάτια. Η ψυχή είναι ευαίσθητη, τρέχει στα σκοτάδια γιατί νομίζει πως έχει ασφάλεια. Δεν την διαπερνά τίποτα εκεί, άλλα επίσης τίποτε δεν την οδηγεί. Δύσκολο να την βρεις, ώσπου να ανάψεις ένα κερί της.

Λίγοι αναγνωρίζουν μια χαμένη ψυχή, ταραγμένη από τις μαλακίες. Κάποτε νομίζαμε είμασταν άνθρωποι, άτρωτοι μπροστά στην ζωή. Δεν είναι έτσι άνθρωπε, και εσύ με αισθήματα ζεις, ακούς; Τα ξέχασες με όρκο την διαγραφή. Έκανες ότι θεωρείτο αποδεχτό, άλλα ποτέ δεν είναι αρκετό, ούτε καν καλό. Η ψυχή πονά και σιγά σιγά ξεψυχά, δεν της αρέσει πια αυτό. Δεν το λέει, ώσπου βρεις τα πρώτα κομμάτια της, έτσι μαζεύεις τα απομεινάρια της. Συνεχίζει και πέφτει, δεν ξέρεις τι να κάνεις, πως να την κρατήσεις, πως να την φροντίσεις.

Κάποτε της μίλησα, το πρόσωπο της αντίκρισα. Έκλαψε, γέλασε και κραύγασε. Τώρα πια καταλαβαίνω αυτά που μου διηγήθηκε. Ευτυχισμένη θέλω να είμαι εγώ, άμα θες και εσύ θα σε δεχτώ. Μην ενοχλείς την ψυχή μου όμως, δεν θα σου κάνει άλλες χάρες, δεν θα ακούσει άλλες μάζες. Δυο αντιμέτωπες φούσκες είμαστε, έτοιμες να σπάσουμε. Δίπλα στην ψυχή μου θα βρεθείς μονάχα για λίγο, ίσως την βρεις και εσύ. Μετά θα φύγεις. Άσε την ήσυχη. Να ζήσει, όπως ζει διαφορετικά και η δική σου. Μακριά σου.  Δεν μπορώ να σε κάνω ευτυχισμένο, όπως δεν μπορείς εσύ εμένα. Μπορούμε να δοκιμάσουμε, να δούμε αν ταιριάξουμε. Άλλα πες μου την αλήθεια. Πιστεύεις ακόμα στα παραμύθια; Πως δυο ψυχές συναντιόνται. Πως; Ταιριάζουν, πως αγαπιούνται.

Κάθομαι καιρό στο νησί. Ψάχνω μια νεράιδα, κάποτε ήρθε με φίλησε και πέταξε. Απότομα την ξέχασα. Και η ψυχή παρακολουθεί, με σιγανό παράπονο γιατί. Σίγουρα έζησα πολλά, και καλά και κακά. Και ας μην το πιστεύεις. Τι να πιστέψεις άλλωστε. Ζούμε νομίζεις να πιστεύουμε ο ένας τον άλλον; Λες ότι θες, λέξεις που δεν πιστεύεις. Απλά τα άκουσες αλλού, μια επαναλαβόμενη συνεχής μαλακία. Σταμάτα την και σκέψου. Αυτά που λες, πρέπει να ξέρεις, δεν ακουμπάνε κανέναν πια. Λέξεις καθορίζουν την ψυχή σου, πράξεις την ζωή σου, και εσύ την πίστη σου.

Πιστεύω σε άλλα πράγματα, δεν θα σου αποκαλύψω πολλά. Δεν χρειάζεται, θα με πεις τρελή. Όπως πάντα άλλωστε. Άλλα έτσι είναι, κάνω αναψυχή δεν είπαμε. Την έχω  καταβρεί. Κάνω για πάρτη μου. Χαμογελάω, ίσως να γελάω. Δεν κατάλαβες τίποτα; Κρίμα. Το ξέρω πολύ καλά. Επίτηδες το έκανα, δεν χρειάζεται να μάθεις. Δεν σε αφορά.

Σε εμένα οφείλει η ψυχή μου να ζήσει, να εξερευνήσει, να κολυμπήσει. Σε εμένα οφείλω την ζωή να ξεζουμίσω. Κενά όνειρα, γίναν εφιάλτες, έτσι είναι τα πράγματα. Καιρός να αλλάξουν. Ζω μια απλή καθημερινότητα σε μια ανωτερότητα της καλύτερης ζωής. Είναι σαν απλότητα. Αυτή είναι η πραγματικότητα, δεν το υποψιάζεσαι; Φτιάχνω ξανά την ψυχή, λίγοι να χωράνε, γιατί της το χρωστάω. Δεν θέλω άλλα. Όπως είπα δεν ήμουν καλά. Ξέρω πλέον την ζωή μου, περνώ καλά. Δεν σε παραμυθιάζω, μονάχα λίγα παραμύθια αναφέρω, έτσι για να μην ξεχνιόμαστε.

Created by Diana Chemeris

Κυριακή 11 Μαρτίου 2018

ΟΜΟΡΦΙΑ


ΟΜΟΡΦΙΑ

Η ομορφιά πηγάζει από μέσα, έτσι ξέρουν οι μισοί. Από μέσα προς τα έξω, λένε συνεχώς οι ειδικοί. Την πραγματική ομορφιά ψάχνω, την θαυμάζω όπως με μυεί, σε βάθος χρόνου εκείνη αλλάζει,  πάντα με διασκεδάζει όπου βρεθεί. Μαγευτικά παρατηρώ, άλλα ταυτόχρονα φθονώ. Την έχω και το ξέρω, παρότι πάντα λείπει και δεν φτάνει. Δεν ξέρω, πως διαχειρίζεσαι τα καπρίτσια ενός θεού. Η ομορφιά είναι ευλογία, όπως κατάρα αληθινή. Οι πιο γενναίοι μαρτυρούν, νικούν εκείνους που την βλαστημούν.

Αληθινός σκοπός της ομορφιάς, εύκολα συγχωρά. Λάθη δεν κοιτά, διότι δεν υπάρχει. Η κάθε ατέλεια, φαντάζει πάλι τέλεια. Η ομορφιά δεν κρίνει, μονάχα την ψυχή σου δίνει, ώστε να αντλείς και εσύ, εκείνα που ποθείς. Στην ομορφιά δεν βρίσκεις ασχήμια, διότι δεν την γνωρίζει. Είναι μονάχα μια ιδέα.

Η ομορφιά τρομάζει. Ίσως είναι εχθρός μιας ζωής με επιτεύγματα, διότι εκείνος την κυνηγά να της πάρει τα πάντα πίσω. Δεδομένα πλέον θεωρεί, πως εύκολα δανείζεται.

Την πουλούν, στα δεσμά μερικών χαρτιών, μιας άνεσης, λαχτάρας να αποκτήσουν  και άλλα. Αγοράζουν ομορφιά εκεί που δεν την έχουνε, έτσι πιστεύουν, θεωρούν πως εύκολα πετιέται. Ασχήμια. Σε άλλους είναι είσοδος σε τόπο επιθυμητό, άλλους τους διώχνει. Συνήθως οι όμορφοι, περνούν. Αν όχι, μείνε εκεί, ο θεός σε τιμωρεί, σε έκανε άσχημο, έτσι σε τιμωρούμε και εμείς, βρες τρόπο να ομορφύνεις. Την σκεπάζουν τα προϊόντα, όνειρα με κέντρο την απάτη. Δημιουργοί μιας τέλειας εικόνας, που υπάρχει μονάχα στα παραμύθια. Για να φανώ λίγο όμορφη. Τέλειο ψέμα. Την κρύβω, μην την βλάψει, το μάτι το κακό. Προσποιούμαι πως την αξίζω, άλλα γνωρίζω θα χαθεί.

Είναι ευχή, είναι κατάρα. Βάρβαροι την λαχταρούν, χοροί και όργια τιμούν την ύπαρξη της. Ονειρεύεται, μεγαλουργεί. Είναι ταλέντο που λαχταρά να δει. Διαφορετική σε κάθε τόπο. Λευκή, μαύρη, ερυθρή. Εκμεταλλεύσου την, αλλάζει πάροδο και τρόπο, λεπτή, στρουμπουλή, χρωματιστή. Αποθανατισμένη σε μια εικόνα, κάποιο γλυπτό ή μια γραμμή. Θυμάμαι τόσα χρόνια, ακόμα να φθαρεί. Εκείνο που τώρα ξέρουν όλοι, είναι η ομορφιά που κυριαρχεί.

Τέρατα. Πλέον πραγματικοί θαυμαστές σπανίζουν, λίγοι την χαίρονται, πολλοί την βλάπτουν. Την προσβάλουν. Αγροίκοι θέλουν να την έχουν, της την πέφτουν δίχως δισταγμό. Εύκολα μάθαν να την χαρίζουν, έτσι απλά ξεπουλιέται, παίρνει αυτό που θαρρεί. Δεν θέλουν να την βλέπουν, δεν θέλουν να την κατέχουν, ούτε καν να την δώσουν. Άμορφοι. Πραγματικοί αγροίκοι, την τρώνε, την ξεσκίζουν, φτύνουν τα κόκκαλα της ασχήμιας. Την εξαφανίζουν, θέλουν όλοι να γίνουν ασχημότεροι. Την ατιμάζουν. Δεν την θέλουν, ώσπου απομείνουν ευχαριστημένοι και ο κόσμος τρομερότερος.

Πουλημένη ομορφιά, απαρτιζόμαστε από άσχημες ψυχές, καταστρέφουν ότι πιο αγνό μόλις αυτό γεννηθεί.

Έτσι δεν απομένει τίποτα άλλο, κάποτε εκείνη θα φθαρεί, παραμένει μια ανάμνηση που πλέον δεν ξεχνά. Πολλοί την κρύβουνε, μην την βρουν και ντραπούν. Την κρύβω και εγώ.  Δεν είμαι όμορφη, καθόλου. Μονάχα επιφανειακά, και αυτό κάποιες φορές, φτάνει ο χρόνος να περνά, εξάλλου εκείνη πάντα βρίσκει τρόπο να γυρνά. Σε σαγηνεύει, σε μαγεύει. Και πάντα ξέρεις, πως εκεί υπάρχει κίνδυνος.

Άστή να λάμψει. Μην τη  κρύβεις, μην την υποτιμάς, ίσως εμφανιστεί. Ίσως την κερδίσεις. Άλλα μην την αγοράζεις, πιστεύοντας πως δεν την έχεις ήδη βρει εσύ.

Created by Diana Chemeris

Πέμπτη 10 Αυγούστου 2017

ΛΕΙΠΩ


ΛΕΙΠΩ

Ξεκουράζομαι, τέτοιες εποχές δεν υπάρχω. Στα καλοκαίρια σταματάνε όλα. Διαφεύγω και το ευχαριστιέμαι. Ο ήλιος δεν κάνει χάρες σε κανέναν, η ζέστη προτιμά να σε πνίξει σιωπηλά, καθώς η θάλασσα σε καλεί ψιθυριστά. Νοτιάς χαϊδεύει σάρκες και βουνά, τεμπέλικος λήθαργος στις πιο ζεστές μέρες, μισοκοιμισμένος και λιγάκι δροσισμένος. Η θερμοκρασία προειδοποιεί επικίνδυνα, πως όταν κλείνεις τα μάτια σου, φεύγεις.

Προτιμώ να βουλιάξω τα πόδια στο νερό, δίχως να περπατήσω την διαδρομή. Προτιμώ να γλύψω ένα παγωτό, παρά να κλειστώ σε κλειστοφοβικά δωμάτια. Προτιμώ κάτι άλλο στο καλοκαίρι μου. Υποτίθεται σταματάνε όλα. Δουλειές, δίχως επιλογή στον ορίζοντα. Σκλάβος σε μια χώρα που εξαρτιέται από καλοκαίρια, τα βλέπω στο παράθυρο ενώ τα προσπερνώ ελάχιστα. Κανονικά πρέπει να σταματάνε όλα εκείνον τον καιρό, όπως σταματάνε όλα όταν κοιμάμαι. Κανονικά πρέπει να ζήσω εκείνες τις μέρες, διότι το καλοκαίρι τα παιδιά παίζουν.

Η ζέστη σταματάει δουλειές, σχολεία, ανούσιες υποχρεώσεις και χειμερινούς εφιάλτες. Βρίσκω μια παράξενη δικαιολογία, αποφεύγω φίλους και υποτιθέμενους γνωστούς. Είμαι για μπάνιο, είμαι σε νησί. Δεν έχω σήμα εκεί που βρίσκομαι, λέω.

Λείπω, πήγα με έναν γκόμενο στην Κίνα. Κλείνω το κινητό, με πρόφαση βουνά και ακτές. Εξαφανίζομαι, αγνοούμαι σε κάποια παραλία. Ψέματα, αλήθειες, δεν θέλω να μιλήσω. Δεν έχω χρόνο για σένα, μονάχα για μένα. Έτσι, σταματάνε να καλούν, σταματάνε να με απασχολούν, σταματάνε όλα.

Τότε ναζιάρικα πιάνω κάτι, μου αρέσει και συνεχίζω. Αποκόβομαι από λόγους και αιτίες που με αποσπούν άσκοπα. Ακούω μια ορχήστρα χωρίς να τελειώνουν οι νότες. Εικόνες ζωντανεύουν στην φαντασία και τα γράφω. Χωρίς διακοπές. Χωρίς βλακείες. Κάνω ότι γουστάρω, χωρίς δικαιολογίες. Δεν επικρίνω αυτά που επιλέγω, δεν αφήνω. Όπως παλιά, που δεν υπήρχε τρόπος ανίχνευσης να βουλώσει την ελευθερία. Ελευθερία. Όπως παλιά, τότε που θυμάσαι.

Υπάρχουν τέτοιες μέρες, που θέλω να τα κλείσω όλα.

Θέλω να ξεχάσω, πως υπάρχεις εσύ, πως συμβαίνει κάτι. Θέλω να διαγράψω, εκείνα που έγιναν πιο πριν. Δεν επηρεάζεις την ζωή, δεν επιτρέπω να μπει κανείς, και ξεχνάω όλα τα άλλα. Εκείνα τα καλοκαίρια της μοναξιάς, ξεχωριστό από όλα τα άλλα.

Υπερφορτισμένη κοινωνία, υπερφορτισμένο δίκτυο για οδηγό και μια οθόνη προστασία. Ξεχνάς ποτάμια, μονοπάτια, δρόμους, προσπερνάς δίχως να κοιτάς μια πραγματική ζωή. Θάλασσες, εσωτερικούς καημούς, ανθρώπους δίχως τέλος. Ξεχνάς την αλήθεια, με ψέματα της στιγμής. Η σκηνή του έξω κόσμου χάθηκε, στράφηκες σε φτιαχτά παράθυρα. Δεν κατάλαβες τις ώρες που έχασες, μοναδικός καημός να σε προσέξουν, μια ψεύτικη καρδιά να εμφανιστεί στην φώτο. Ένα τζάμι η πραγματικότητα, ώσπου να πεθάνεις από τον πολύ ηλεκτρισμό. Μονάχα ο μέσα κόσμος μιας εικονικής παγίδας είναι αληθινός, ασφαλής και παντοτινός.

Δεν υπερβάλλω, δεν κάνω λάθος. Ίσως απλά γίνομαι σκληρή, όμως έμαθα τα καλοκαίρια να περνάω δίχως εσένα να με ενοχλεί.


Created by Diana Chemeris

Πέμπτη 25 Μαΐου 2017

ΣΚΥΛΙΑ


ΣΚΥΛΙΑ

Κάθε καταραμένο βράδυ. Με κυνηγάνε τα σκυλιά.

Έκανα λάθη, και τα σκυλιά τα θυμούνται. Με κυνηγάνε σαν αρπακτικά, είμαι ένα θήραμα που τρέχει να ξεφύγει. Είναι εικόνες που δεν ξεθωριάζουν, με τον χρόνο σκοτεινιάζουν, διαστέλλονται σε κακά σημάδια, σαν κακός οιωνός. Θυμάμαι στιγμές που δεν αλλάζουν,  στριμώχτηκαν στο παρελθόν και μένουν εκεί. Ήταν επιλογή μου, σφάλματα μου. Τα ήθελα. Τα έκανα.

Ύαινες στο κεφάλι μου, φοβερίζουν, με κάνουν να πιστεύω πως ακόμα κάνω λάθος. Κάποιος γαβγίζει. Δεν είμαι εγώ, είναι εκείνα, τα Σκυλιά. Με κυνηγούν, σκιές γεμίζουν την ζωή μου, σε κάθε στροφή συναντώ εκείνα. Τα δέχτηκα, τα καλωσόρισα, τα χάιδεψα. Ένας άπληστος εαυτός, σίγουρος για την ασφάλεια, ένας εγωισμός που καλοπερνάει, ενώ τα σκυλιά περιμένουν.

Σκυλιά.

Οι σκύλες με δαγκώνουν, με ξεκοιλιάζουν εκ των έσω, βρίσκουν κάθε ρωγμή, κάθε πτυχή του εαυτού μου που δεν θεραπεύω, σκάβουν πιο βαθιά. Δαγκώνουν. Κανένας δεν βοηθάει, κανένας δεν γνωρίζει τα σκυλιά μου. Έχουν δικά τους σκυλιά.

Το κατοικίδιο φαίνεται γλυκό, στο πρώτο αθώο καπρίτσιο γλύφει το χέρι, κλαψουρίζει για άλλα χάδια. Αμέσως πικράθηκα όταν έβγαλε τα δόντια του, πάνω μου. Μεγάλωσαν οι επιπτώσεις όσο καιρό δεν ανησυχούσα, όσο καιρό έστριβα τα μάτια μου ώστε να μην δω, αρνούμενος τις φυσικές ορμές τους. Ήταν άγρια, έγινα άγριος και εγώ. Τώρα δεν μπορώ να ξεφύγω, τα σκυλιά μου ανήκουν.

Με κομματιάζουν. Τα αφήνω, τα ταΐζω. Τους δίνω ένα κομμάτι κρέας του εαυτού μου, εκείνα θέλουν και άλλο. Αφουγκράζονται, φρουρούν, επιτίθενται. Παραπονιέμαι. Άλλα τα γνωρίζω πια.

Τα αναγκάζω να ριχτούν. Ξεχνάω πως τα αφήνω, δεν τα δένω. Ξεχνάω πως εγώ τα επέλεξα, εγώ τα έπλασα, κανένας δεν φταίει. Τα σκυλιά είναι δικά μου. Ζουν μαζί μου. Τα σκυλιά είμαι εγώ. Ο καταραμένος μου εαυτός δεν αλλάζει. Αυτά είναι τα σκυλιά μου.

Τα παιδιά μου. Τα φροντίζω. Περιμένω την επόμενη επίθεση, σαν συνήθεια πλέον. Τα περιμένω. Στην πτώση της ζωής που δημιούργησα. Επικίνδυνα. Κάθε βράδυ, περιμένω ήσυχος. Καθώς εκείνα με πλησιάζουν, μένω ακίνητος. Καθώς εκείνα με μυρίζουν, παραμένω ατάραχος. Ψάχνουν την  ιδανική στιγμή, όταν αδυνατώ να τα ξημερώσω. Τότε που πλέον παραδίνομαι, και με τρώνε ζωντανό .
Πλησιάζουν, τα ακούω, η ανάσα τους κοντά. Γαβγίζουν.

Created by Diana Chemeris

Παρασκευή 28 Απριλίου 2017

EΥΧΗ


EΥΧΗ

Ένα αστέρι πέφτει, γοργά πρέπει να κάνω μια ευχή. Έτσι ξέρω, έτσι μου είπανε παιδί. Όταν ένα αστέρι πέφτει, πρέπει να κάνω μια ευχή. Ένα αστέρι έχει μεγάλη δύναμη διάβαζα στα παραμύθια. Πραγματοποιεί όνειρα, ακούει ανθρώπους, απαντάει σε διάφορους. Ένα αστέρι καθοδηγεί.

Τόσες ευχές δεν χωράνε σε μια σκέψη, άραγε χωράνε σε ένα αστέρι. Εκείνο ταξιδεύει, άγνωστο σε ποια γωνία, ίσως και λίγο αδιάφορο. Εγώ συνεχίζω να βλέπω το ίδιο αστέρι, πάντα λαμπερό εκεί ψηλά. Ώσπου ένα βράδυ πέφτει.

Τρέχει, αφήνει λαμπρή γραμμή, ώσπου φεύγει. Ίσως είναι μεγαλύτερο, ίσως είναι σκοτεινό, ίσως είναι γυαλιστερό. Τόσο μακριά, μυστήρια μαγεύει. Συνηθισμένο στην σιωπή, δεν ταξιδεύει για εμάς, δεν ακούει την πολυλογία.  Δεν καταλαβαίνει από ευχές.

Εγώ εύχομαι. Σπάνια συναντώ αστέρια να πέφτουν, συνέχεια βλέπω μονάχα ανθρώπους που πέφτουν. Το πέτυχα. Ένα αστέρι πέφτει, ας κάνω μια ευχή.  Ας σταματήσει να πέφτει.

Εύχομαι να σταματήσει. Εκείνο που τόσοι δίνουν αξία, για μένα δεν έχει καμία σημασία. Εκείνο που τόσοι νομίζουν σημαντικό, εγώ δεν το γνωρίζω ούτε αυτό.

Εύχομαι να δει. Από ένα αστέρι μπορεί να μάθει. Μερικοί το ξεχνούν, δεν το κοιτούν, δεν αντιδρούν. Έφυγαν τα όνειρα για το άστρο εκείνο. Ξεχνούν να του μιλούν, ξεχνούν να παίρνουν την απάντηση.

Εύχομαι να καταλάβει. Τα άστρα τόσα έχουν να πουν, που μια τυφλή ψυχή δεν μπορεί να ακούσει. Κλείνεται και το φως λείπει. Στις βουβές μέρες τα άστρα βοηθούν, μονάχα εκείνα κατανοούν.

Εύχομαι να μάθει. Μερικοί δεν μεταχειρίζονται τα άστρα σωστά. Σκέψεις, νιώθουν μια ανάγκη να ειπωθούν, μπερδεύουν αλήθειες με ψέματα για μια λανθασμένη σιγουριά. Στο τέλος παραμένουν λόγια. Μονάχα το άστρο το γνωρίζει αυτό.

Εύχομαι να αποδεχτεί. Από τα άστρα καταγόμαστε, εκεί θα πάμε, δεν το βλέπει. Απλά δεν το θυμάται. Ίσως το δεχτεί. Ίσως όμως χαθεί.

Εύχομαι να τολμήσει. Μερικοί τα φοβούνται. Ώσπου ξεχνούν την ύπαρξη τους, πόσο σημαντικά είναι στην ζωή. Εύχομαι να ταξιδέψουν ανάμεσα τους, εύχομαι θαρραλέα να ρίξουν την ματιά τους.

Εύχομαι το ταιριαστό. Εύχομαι το αντίθετο. Μια σχέση που κρατά αιώνες πλέον, τα άστρα την υποστηρίζουν, προσέχουν και φροντίζουν. Πέφτουν για χάρη τους.

Εύχομαι να πέσει.

Created by Diana Chemeris

Τετάρτη 15 Μαρτίου 2017

ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ


ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ

Ο Κύριος Π. έχει κατασταλάξει. Αποφάσισε από καιρό την  πορεία της ζωής του, την οποία ακολουθεί πιστά. Αποφάσισε και πέτυχε. Ο Κύριος Π. είναι σημαντικός άντρας στον κλάδο του, του εμπιστεύονται πολλοί τις υποθέσεις τους.  Έχει βοηθήσει κόσμο. Κανένας δεν μπαίνει στον δρόμο του. Όσους συναντάει, τους αντιμετωπίζει μεθοδικά και έξυπνα, τους προσπερνάει.

Ο Κύριος Π. είναι πλούσιος, μεγαλοδικηγόρος, τίποτα δεν του λείπει. Σχεδόν τίποτα. Του λείπει κάτι δικό του, κάτι που θα του άνηκε σώμα και ψυχή. Ένα δημιούργημα. Ένα παιδί. Αντίθετα, είναι μόνος, αυτό του δημιουργεί μια πληγή. Επιθυμεί και προσπαθεί, άλλα είναι το μοναδικό πράγμα που ακόμα αργεί να εκπληρωθεί.

Η σημερινή μέρα είναι σημαντική για τον Κύριο Π. Τον περιμένουν στο δικαστήριο, υπερασπίζεται έναν σημαντικό πελάτη. Ο Κύριος Π. κάνει καλά την δουλειά του, και ξέρει ήδη πως έχει νικήσει.

Δυστυχώς για τον Κύριο Π. η Porsche χάλασε. Αναγκάστηκε να καλέσει ταξί. Στον δρόμο ξέχασε εκείνα που του λείπουν, σκεφτόταν μονάχα την δουλειά του. Διάβαζε την υπόθεση και σκαρφιζόταν νέους τρόπους ώστε να φέρει την επόμενη επιτυχία. Το ταξί έφτασε στον προορισμό του, πλήρωσε μετρητά πενήντα ευρώ και πήρε τα ρέστα.

Έξω από τα δικαστήρια ο αέρας φύσηξε έντονος. Ένα έγγραφο της υπόθεσης, φυγαδεύτηκε από τα χέρια του μαζί με τον άνεμο. Ο Κύριος Π. το αντιλήφθηκε, η ματιά του ακολούθησε προσεχτικά το χαρτί όπου προσγειώθηκε στα πόδια ενός παιδιού.

Το μικρό παιδί, έμοιαζε πέντε ή έξι. Σήκωσε το έγγραφο, προσπάθησε να το διαβάσει, να καταλάβει.
Ο Κύριος Π. το πλησίασε, ζήτησε το χαρτί που του ανήκει, το παιδί φοβισμένο το παρέδωσε.

Το παιδί συνέχισε να περιεργάζεται τον Κύριο Π. Στα μάτια του όλα εκείνα που του λείπουν. Άπλωσε το βρόμικο χεράκι του, ζήτησε ψηλά.

Ο Κύριος Π. γύρισε την πλάτη. Έφυγε δίχως να κοιτάξει ξανά το ταλαιπωρημένο παιδί. Επέστρεψε στον δρόμο της επιτυχίας.


Created by Diana Chemeris