Κυριακή 11 Μαρτίου 2018

ΟΜΟΡΦΙΑ


ΟΜΟΡΦΙΑ

Η ομορφιά πηγάζει από μέσα, έτσι ξέρουν οι μισοί. Από μέσα προς τα έξω, λένε συνεχώς οι ειδικοί. Την πραγματική ομορφιά ψάχνω, την θαυμάζω όπως με μυεί, σε βάθος χρόνου εκείνη αλλάζει,  πάντα με διασκεδάζει όπου βρεθεί. Μαγευτικά παρατηρώ, άλλα ταυτόχρονα φθονώ. Την έχω και το ξέρω, παρότι πάντα λείπει και δεν φτάνει. Δεν ξέρω, πως διαχειρίζεσαι τα καπρίτσια ενός θεού. Η ομορφιά είναι ευλογία, όπως κατάρα αληθινή. Οι πιο γενναίοι μαρτυρούν, νικούν εκείνους που την βλαστημούν.

Αληθινός σκοπός της ομορφιάς, εύκολα συγχωρά. Λάθη δεν κοιτά, διότι δεν υπάρχει. Η κάθε ατέλεια, φαντάζει πάλι τέλεια. Η ομορφιά δεν κρίνει, μονάχα την ψυχή σου δίνει, ώστε να αντλείς και εσύ, εκείνα που ποθείς. Στην ομορφιά δεν βρίσκεις ασχήμια, διότι δεν την γνωρίζει. Είναι μονάχα μια ιδέα.

Η ομορφιά τρομάζει. Ίσως είναι εχθρός μιας ζωής με επιτεύγματα, διότι εκείνος την κυνηγά να της πάρει τα πάντα πίσω. Δεδομένα πλέον θεωρεί, πως εύκολα δανείζεται.

Την πουλούν, στα δεσμά μερικών χαρτιών, μιας άνεσης, λαχτάρας να αποκτήσουν  και άλλα. Αγοράζουν ομορφιά εκεί που δεν την έχουνε, έτσι πιστεύουν, θεωρούν πως εύκολα πετιέται. Ασχήμια. Σε άλλους είναι είσοδος σε τόπο επιθυμητό, άλλους τους διώχνει. Συνήθως οι όμορφοι, περνούν. Αν όχι, μείνε εκεί, ο θεός σε τιμωρεί, σε έκανε άσχημο, έτσι σε τιμωρούμε και εμείς, βρες τρόπο να ομορφύνεις. Την σκεπάζουν τα προϊόντα, όνειρα με κέντρο την απάτη. Δημιουργοί μιας τέλειας εικόνας, που υπάρχει μονάχα στα παραμύθια. Για να φανώ λίγο όμορφη. Τέλειο ψέμα. Την κρύβω, μην την βλάψει, το μάτι το κακό. Προσποιούμαι πως την αξίζω, άλλα γνωρίζω θα χαθεί.

Είναι ευχή, είναι κατάρα. Βάρβαροι την λαχταρούν, χοροί και όργια τιμούν την ύπαρξη της. Ονειρεύεται, μεγαλουργεί. Είναι ταλέντο που λαχταρά να δει. Διαφορετική σε κάθε τόπο. Λευκή, μαύρη, ερυθρή. Εκμεταλλεύσου την, αλλάζει πάροδο και τρόπο, λεπτή, στρουμπουλή, χρωματιστή. Αποθανατισμένη σε μια εικόνα, κάποιο γλυπτό ή μια γραμμή. Θυμάμαι τόσα χρόνια, ακόμα να φθαρεί. Εκείνο που τώρα ξέρουν όλοι, είναι η ομορφιά που κυριαρχεί.

Τέρατα. Πλέον πραγματικοί θαυμαστές σπανίζουν, λίγοι την χαίρονται, πολλοί την βλάπτουν. Την προσβάλουν. Αγροίκοι θέλουν να την έχουν, της την πέφτουν δίχως δισταγμό. Εύκολα μάθαν να την χαρίζουν, έτσι απλά ξεπουλιέται, παίρνει αυτό που θαρρεί. Δεν θέλουν να την βλέπουν, δεν θέλουν να την κατέχουν, ούτε καν να την δώσουν. Άμορφοι. Πραγματικοί αγροίκοι, την τρώνε, την ξεσκίζουν, φτύνουν τα κόκκαλα της ασχήμιας. Την εξαφανίζουν, θέλουν όλοι να γίνουν ασχημότεροι. Την ατιμάζουν. Δεν την θέλουν, ώσπου απομείνουν ευχαριστημένοι και ο κόσμος τρομερότερος.

Πουλημένη ομορφιά, απαρτιζόμαστε από άσχημες ψυχές, καταστρέφουν ότι πιο αγνό μόλις αυτό γεννηθεί.

Έτσι δεν απομένει τίποτα άλλο, κάποτε εκείνη θα φθαρεί, παραμένει μια ανάμνηση που πλέον δεν ξεχνά. Πολλοί την κρύβουνε, μην την βρουν και ντραπούν. Την κρύβω και εγώ.  Δεν είμαι όμορφη, καθόλου. Μονάχα επιφανειακά, και αυτό κάποιες φορές, φτάνει ο χρόνος να περνά, εξάλλου εκείνη πάντα βρίσκει τρόπο να γυρνά. Σε σαγηνεύει, σε μαγεύει. Και πάντα ξέρεις, πως εκεί υπάρχει κίνδυνος.

Άστή να λάμψει. Μην τη  κρύβεις, μην την υποτιμάς, ίσως εμφανιστεί. Ίσως την κερδίσεις. Άλλα μην την αγοράζεις, πιστεύοντας πως δεν την έχεις ήδη βρει εσύ.

Created by Diana Chemeris

Πέμπτη 10 Αυγούστου 2017

ΛΕΙΠΩ


ΛΕΙΠΩ

Ξεκουράζομαι, τέτοιες εποχές δεν υπάρχω. Στα καλοκαίρια σταματάνε όλα. Διαφεύγω και το ευχαριστιέμαι. Ο ήλιος δεν κάνει χάρες σε κανέναν, η ζέστη προτιμά να σε πνίξει σιωπηλά, καθώς η θάλασσα σε καλεί ψιθυριστά. Νοτιάς χαϊδεύει σάρκες και βουνά, τεμπέλικος λήθαργος στις πιο ζεστές μέρες, μισοκοιμισμένος και λιγάκι δροσισμένος. Η θερμοκρασία προειδοποιεί επικίνδυνα, πως όταν κλείνεις τα μάτια σου, φεύγεις.

Προτιμώ να βουλιάξω τα πόδια στο νερό, δίχως να περπατήσω την διαδρομή. Προτιμώ να γλύψω ένα παγωτό, παρά να κλειστώ σε κλειστοφοβικά δωμάτια. Προτιμώ κάτι άλλο στο καλοκαίρι μου. Υποτίθεται σταματάνε όλα. Δουλειές, δίχως επιλογή στον ορίζοντα. Σκλάβος σε μια χώρα που εξαρτιέται από καλοκαίρια, τα βλέπω στο παράθυρο ενώ τα προσπερνώ ελάχιστα. Κανονικά πρέπει να σταματάνε όλα εκείνον τον καιρό, όπως σταματάνε όλα όταν κοιμάμαι. Κανονικά πρέπει να ζήσω εκείνες τις μέρες, διότι το καλοκαίρι τα παιδιά παίζουν.

Η ζέστη σταματάει δουλειές, σχολεία, ανούσιες υποχρεώσεις και χειμερινούς εφιάλτες. Βρίσκω μια παράξενη δικαιολογία, αποφεύγω φίλους και υποτιθέμενους γνωστούς. Είμαι για μπάνιο, είμαι σε νησί. Δεν έχω σήμα εκεί που βρίσκομαι, λέω.

Λείπω, πήγα με έναν γκόμενο στην Κίνα. Κλείνω το κινητό, με πρόφαση βουνά και ακτές. Εξαφανίζομαι, αγνοούμαι σε κάποια παραλία. Ψέματα, αλήθειες, δεν θέλω να μιλήσω. Δεν έχω χρόνο για σένα, μονάχα για μένα. Έτσι, σταματάνε να καλούν, σταματάνε να με απασχολούν, σταματάνε όλα.

Τότε ναζιάρικα πιάνω κάτι, μου αρέσει και συνεχίζω. Αποκόβομαι από λόγους και αιτίες που με αποσπούν άσκοπα. Ακούω μια ορχήστρα χωρίς να τελειώνουν οι νότες. Εικόνες ζωντανεύουν στην φαντασία και τα γράφω. Χωρίς διακοπές. Χωρίς βλακείες. Κάνω ότι γουστάρω, χωρίς δικαιολογίες. Δεν επικρίνω αυτά που επιλέγω, δεν αφήνω. Όπως παλιά, που δεν υπήρχε τρόπος ανίχνευσης να βουλώσει την ελευθερία. Ελευθερία. Όπως παλιά, τότε που θυμάσαι.

Υπάρχουν τέτοιες μέρες, που θέλω να τα κλείσω όλα.

Θέλω να ξεχάσω, πως υπάρχεις εσύ, πως συμβαίνει κάτι. Θέλω να διαγράψω, εκείνα που έγιναν πιο πριν. Δεν επηρεάζεις την ζωή, δεν επιτρέπω να μπει κανείς, και ξεχνάω όλα τα άλλα. Εκείνα τα καλοκαίρια της μοναξιάς, ξεχωριστό από όλα τα άλλα.

Υπερφορτισμένη κοινωνία, υπερφορτισμένο δίκτυο για οδηγό και μια οθόνη προστασία. Ξεχνάς ποτάμια, μονοπάτια, δρόμους, προσπερνάς δίχως να κοιτάς μια πραγματική ζωή. Θάλασσες, εσωτερικούς καημούς, ανθρώπους δίχως τέλος. Ξεχνάς την αλήθεια, με ψέματα της στιγμής. Η σκηνή του έξω κόσμου χάθηκε, στράφηκες σε φτιαχτά παράθυρα. Δεν κατάλαβες τις ώρες που έχασες, μοναδικός καημός να σε προσέξουν, μια ψεύτικη καρδιά να εμφανιστεί στην φώτο. Ένα τζάμι η πραγματικότητα, ώσπου να πεθάνεις από τον πολύ ηλεκτρισμό. Μονάχα ο μέσα κόσμος μιας εικονικής παγίδας είναι αληθινός, ασφαλής και παντοτινός.

Δεν υπερβάλλω, δεν κάνω λάθος. Ίσως απλά γίνομαι σκληρή, όμως έμαθα τα καλοκαίρια να περνάω δίχως εσένα να με ενοχλεί.


Created by Diana Chemeris

Πέμπτη 25 Μαΐου 2017

ΣΚΥΛΙΑ


ΣΚΥΛΙΑ

Κάθε καταραμένο βράδυ. Με κυνηγάνε τα σκυλιά.

Έκανα λάθη, και τα σκυλιά τα θυμούνται. Με κυνηγάνε σαν αρπακτικά, είμαι ένα θήραμα που τρέχει να ξεφύγει. Είναι εικόνες που δεν ξεθωριάζουν, με τον χρόνο σκοτεινιάζουν, διαστέλλονται σε κακά σημάδια, σαν κακός οιωνός. Θυμάμαι στιγμές που δεν αλλάζουν,  στριμώχτηκαν στο παρελθόν και μένουν εκεί. Ήταν επιλογή μου, σφάλματα μου. Τα ήθελα. Τα έκανα.

Ύαινες στο κεφάλι μου, φοβερίζουν, με κάνουν να πιστεύω πως ακόμα κάνω λάθος. Κάποιος γαβγίζει. Δεν είμαι εγώ, είναι εκείνα, τα Σκυλιά. Με κυνηγούν, σκιές γεμίζουν την ζωή μου, σε κάθε στροφή συναντώ εκείνα. Τα δέχτηκα, τα καλωσόρισα, τα χάιδεψα. Ένας άπληστος εαυτός, σίγουρος για την ασφάλεια, ένας εγωισμός που καλοπερνάει, ενώ τα σκυλιά περιμένουν.

Σκυλιά.

Οι σκύλες με δαγκώνουν, με ξεκοιλιάζουν εκ των έσω, βρίσκουν κάθε ρωγμή, κάθε πτυχή του εαυτού μου που δεν θεραπεύω, σκάβουν πιο βαθιά. Δαγκώνουν. Κανένας δεν βοηθάει, κανένας δεν γνωρίζει τα σκυλιά μου. Έχουν δικά τους σκυλιά.

Το κατοικίδιο φαίνεται γλυκό, στο πρώτο αθώο καπρίτσιο γλύφει το χέρι, κλαψουρίζει για άλλα χάδια. Αμέσως πικράθηκα όταν έβγαλε τα δόντια του, πάνω μου. Μεγάλωσαν οι επιπτώσεις όσο καιρό δεν ανησυχούσα, όσο καιρό έστριβα τα μάτια μου ώστε να μην δω, αρνούμενος τις φυσικές ορμές τους. Ήταν άγρια, έγινα άγριος και εγώ. Τώρα δεν μπορώ να ξεφύγω, τα σκυλιά μου ανήκουν.

Με κομματιάζουν. Τα αφήνω, τα ταΐζω. Τους δίνω ένα κομμάτι κρέας του εαυτού μου, εκείνα θέλουν και άλλο. Αφουγκράζονται, φρουρούν, επιτίθενται. Παραπονιέμαι. Άλλα τα γνωρίζω πια.

Τα αναγκάζω να ριχτούν. Ξεχνάω πως τα αφήνω, δεν τα δένω. Ξεχνάω πως εγώ τα επέλεξα, εγώ τα έπλασα, κανένας δεν φταίει. Τα σκυλιά είναι δικά μου. Ζουν μαζί μου. Τα σκυλιά είμαι εγώ. Ο καταραμένος μου εαυτός δεν αλλάζει. Αυτά είναι τα σκυλιά μου.

Τα παιδιά μου. Τα φροντίζω. Περιμένω την επόμενη επίθεση, σαν συνήθεια πλέον. Τα περιμένω. Στην πτώση της ζωής που δημιούργησα. Επικίνδυνα. Κάθε βράδυ, περιμένω ήσυχος. Καθώς εκείνα με πλησιάζουν, μένω ακίνητος. Καθώς εκείνα με μυρίζουν, παραμένω ατάραχος. Ψάχνουν την  ιδανική στιγμή, όταν αδυνατώ να τα ξημερώσω. Τότε που πλέον παραδίνομαι, και με τρώνε ζωντανό .
Πλησιάζουν, τα ακούω, η ανάσα τους κοντά. Γαβγίζουν.

Created by Diana Chemeris

Παρασκευή 28 Απριλίου 2017

EΥΧΗ


EΥΧΗ

Ένα αστέρι πέφτει, γοργά πρέπει να κάνω μια ευχή. Έτσι ξέρω, έτσι μου είπανε παιδί. Όταν ένα αστέρι πέφτει, πρέπει να κάνω μια ευχή. Ένα αστέρι έχει μεγάλη δύναμη διάβαζα στα παραμύθια. Πραγματοποιεί όνειρα, ακούει ανθρώπους, απαντάει σε διάφορους. Ένα αστέρι καθοδηγεί.

Τόσες ευχές δεν χωράνε σε μια σκέψη, άραγε χωράνε σε ένα αστέρι. Εκείνο ταξιδεύει, άγνωστο σε ποια γωνία, ίσως και λίγο αδιάφορο. Εγώ συνεχίζω να βλέπω το ίδιο αστέρι, πάντα λαμπερό εκεί ψηλά. Ώσπου ένα βράδυ πέφτει.

Τρέχει, αφήνει λαμπρή γραμμή, ώσπου φεύγει. Ίσως είναι μεγαλύτερο, ίσως είναι σκοτεινό, ίσως είναι γυαλιστερό. Τόσο μακριά, μυστήρια μαγεύει. Συνηθισμένο στην σιωπή, δεν ταξιδεύει για εμάς, δεν ακούει την πολυλογία.  Δεν καταλαβαίνει από ευχές.

Εγώ εύχομαι. Σπάνια συναντώ αστέρια να πέφτουν, συνέχεια βλέπω μονάχα ανθρώπους που πέφτουν. Το πέτυχα. Ένα αστέρι πέφτει, ας κάνω μια ευχή.  Ας σταματήσει να πέφτει.

Εύχομαι να σταματήσει. Εκείνο που τόσοι δίνουν αξία, για μένα δεν έχει καμία σημασία. Εκείνο που τόσοι νομίζουν σημαντικό, εγώ δεν το γνωρίζω ούτε αυτό.

Εύχομαι να δει. Από ένα αστέρι μπορεί να μάθει. Μερικοί το ξεχνούν, δεν το κοιτούν, δεν αντιδρούν. Έφυγαν τα όνειρα για το άστρο εκείνο. Ξεχνούν να του μιλούν, ξεχνούν να παίρνουν την απάντηση.

Εύχομαι να καταλάβει. Τα άστρα τόσα έχουν να πουν, που μια τυφλή ψυχή δεν μπορεί να ακούσει. Κλείνεται και το φως λείπει. Στις βουβές μέρες τα άστρα βοηθούν, μονάχα εκείνα κατανοούν.

Εύχομαι να μάθει. Μερικοί δεν μεταχειρίζονται τα άστρα σωστά. Σκέψεις, νιώθουν μια ανάγκη να ειπωθούν, μπερδεύουν αλήθειες με ψέματα για μια λανθασμένη σιγουριά. Στο τέλος παραμένουν λόγια. Μονάχα το άστρο το γνωρίζει αυτό.

Εύχομαι να αποδεχτεί. Από τα άστρα καταγόμαστε, εκεί θα πάμε, δεν το βλέπει. Απλά δεν το θυμάται. Ίσως το δεχτεί. Ίσως όμως χαθεί.

Εύχομαι να τολμήσει. Μερικοί τα φοβούνται. Ώσπου ξεχνούν την ύπαρξη τους, πόσο σημαντικά είναι στην ζωή. Εύχομαι να ταξιδέψουν ανάμεσα τους, εύχομαι θαρραλέα να ρίξουν την ματιά τους.

Εύχομαι το ταιριαστό. Εύχομαι το αντίθετο. Μια σχέση που κρατά αιώνες πλέον, τα άστρα την υποστηρίζουν, προσέχουν και φροντίζουν. Πέφτουν για χάρη τους.

Εύχομαι να πέσει.

Created by Diana Chemeris

Τετάρτη 15 Μαρτίου 2017

ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ


ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ

Ο Κύριος Π. έχει κατασταλάξει. Αποφάσισε από καιρό την  πορεία της ζωής του, την οποία ακολουθεί πιστά. Αποφάσισε και πέτυχε. Ο Κύριος Π. είναι σημαντικός άντρας στον κλάδο του, του εμπιστεύονται πολλοί τις υποθέσεις τους.  Έχει βοηθήσει κόσμο. Κανένας δεν μπαίνει στον δρόμο του. Όσους συναντάει, τους αντιμετωπίζει μεθοδικά και έξυπνα, τους προσπερνάει.

Ο Κύριος Π. είναι πλούσιος, μεγαλοδικηγόρος, τίποτα δεν του λείπει. Σχεδόν τίποτα. Του λείπει κάτι δικό του, κάτι που θα του άνηκε σώμα και ψυχή. Ένα δημιούργημα. Ένα παιδί. Αντίθετα, είναι μόνος, αυτό του δημιουργεί μια πληγή. Επιθυμεί και προσπαθεί, άλλα είναι το μοναδικό πράγμα που ακόμα αργεί να εκπληρωθεί.

Η σημερινή μέρα είναι σημαντική για τον Κύριο Π. Τον περιμένουν στο δικαστήριο, υπερασπίζεται έναν σημαντικό πελάτη. Ο Κύριος Π. κάνει καλά την δουλειά του, και ξέρει ήδη πως έχει νικήσει.

Δυστυχώς για τον Κύριο Π. η Porsche χάλασε. Αναγκάστηκε να καλέσει ταξί. Στον δρόμο ξέχασε εκείνα που του λείπουν, σκεφτόταν μονάχα την δουλειά του. Διάβαζε την υπόθεση και σκαρφιζόταν νέους τρόπους ώστε να φέρει την επόμενη επιτυχία. Το ταξί έφτασε στον προορισμό του, πλήρωσε μετρητά πενήντα ευρώ και πήρε τα ρέστα.

Έξω από τα δικαστήρια ο αέρας φύσηξε έντονος. Ένα έγγραφο της υπόθεσης, φυγαδεύτηκε από τα χέρια του μαζί με τον άνεμο. Ο Κύριος Π. το αντιλήφθηκε, η ματιά του ακολούθησε προσεχτικά το χαρτί όπου προσγειώθηκε στα πόδια ενός παιδιού.

Το μικρό παιδί, έμοιαζε πέντε ή έξι. Σήκωσε το έγγραφο, προσπάθησε να το διαβάσει, να καταλάβει.
Ο Κύριος Π. το πλησίασε, ζήτησε το χαρτί που του ανήκει, το παιδί φοβισμένο το παρέδωσε.

Το παιδί συνέχισε να περιεργάζεται τον Κύριο Π. Στα μάτια του όλα εκείνα που του λείπουν. Άπλωσε το βρόμικο χεράκι του, ζήτησε ψηλά.

Ο Κύριος Π. γύρισε την πλάτη. Έφυγε δίχως να κοιτάξει ξανά το ταλαιπωρημένο παιδί. Επέστρεψε στον δρόμο της επιτυχίας.


Created by Diana Chemeris

Τρίτη 14 Φεβρουαρίου 2017

ΕΡΩΤΕΣ


ΕΡΩΤΕΣ

Ερωτεύτηκα πολύ. Δυνατά και τα αισθήματα στο φρένο, χάρισα μια καρδιά δίχως όρους. Πέρασαν χρόνια, πέρασαν άλλοι τόσοι έρωτες. Μερικούς δεν μπορώ να θυμηθώ. Άλλοι ήταν ξεχωριστοί, τους αγάπησα αληθινά.  Αγάπες παλιές, που ορκιζόμουν στο φεγγάρι και στον ήλιο πως θα μείνουν παντοτινές. Μοιράσαμε στιγμές στο όνομα μιας αγάπης, που στιγμάτισε την μνήμη και την καρδιά. Εκείνοι οι έρωτες με άλλαξαν, με έμαθαν, με κατεύθυναν. Μυήθηκα σε κόσμους διαφορετικούς, στην μοναδική κοσμοθεωρία που μονάχα εγώ γνωρίζω και αγαπώ.

Τόσες φορές, τόσες αλλαγές, προσπάθησα να ξεχάσω, να τις πνίξω βαθιά σε ένα σκοτεινό μπαούλο. Άλλα η ανάμνηση παραμένει, δεν διαγράφονται οι αγάπες οι παλιές. Αγάπησα, αυτή είναι η πραγματικότητα. Τόσες γιορτές, τόσες μεθυσμένες βραδιές, τόσα πρωινά ξυπνήματα αγκαλιά, και ανά τα χρόνια τα πρόσωπα αλλάζουν. Τους θυμάμαι. Ιστορίες διαφορετικές, άντρες ξεχωριστοί και κάθε φιλί μοναδικό. Κανένας δεν έμοιαζε, κανένας δεν ξεχάστηκε. Πήραν έναν ρόλο, έγιναν μια ανάμνηση, έδωσαν ένα μάθημα. Καιρός να πω αντίο, και ευχαριστώ.

Εκείνος που αγάπησα με τρέλα. Εκείνος που μίσησα αργότερα. Εκείνος που τελικά με πλήγωσε. Εκείνος που τον άφησα. Εκείνος που με άφησε. Εκείνος που πέθανε. Οι άντρες της ζωής μου, τραγουδούν βαθιά στίχους στην ψυχή, τραγούδια αφιερωμένα με ξεχωριστή μελωδία στον καθένα. Με εμπνέουν ιστορίες, γράφω για αυτούς, διότι δεν έφυγαν ποτέ. Παραμένουν λέξεις εγκλωβισμένες στην μνήμη, γραμμές στα τετράδια του μυαλού, που επαναλαμβάνονται μερικές μοναχικές βραδιές. Σας θυμάμαι, δεν ξεχνώ.

Εκείνοι οι άντρες, εκείνες τις προσωπικές στιγμές, άναψαν σπίθα στην καρδιά, ώσπου έγινε φωτιά, που ακόμα φλέγει ζωντανά. Δεν ξεχνώ, αγάπησα. Γιατί αγάπησα πολύ, όσο μια καρδιά αντέχει, δεν έφυγε το βέλος, μάτωσε και παραδόθηκε. Δάκρυα και ηδονή γίναν ένα, βρισιές και προστυχιές σε κλειστά δωμάτια. Ερωτεύτηκα μάτια μαύρα, μελί, γαλάζια. Βουβή επικοινωνία ανάμεσα σε πρόσωπα που ταίριαξαν, κατανόηση με εκείνους που επέλεξα.

Δεν ξέρεις πόσο σε αγάπησα. Κρύβομαι. Το προδίδω τώρα. Γαληνεύω μια πληγωμένη καρδιά, που ακόμα δεν ξεχνάει. Άλλα θέλει να φύγει.

Ζητώ συγνώμη που σε πλήγωσα. Ξέρω δεν το εννοούσες. Μια παρεξήγηση κατέστρεψε τις καλύτερες προθέσεις, η έλλειψη επικοινωνίας κατέστρεψε τις καλύτερες σχέσεις. Και ο χρόνος δεν γυρνάει. Ύστερα από καιρό, τελείωσε. Φυλάω παλιούς έρωτες στο κόκκινο βάζο, ένα κόκκινο λουλούδι ο καθένας που συνεχίσω να ποτίζω. Ξέρω πως ποτέ δεν θα μαραθούν, η αγάπη δεν μαράθηκε ποτέ.

Ότι ζήσαμε να θυμάσαι, είναι πλέον ριζωμένα στο παρελθόν. Πάντα ξεφυτρώνει μια κραυγή, ώστε να θυμίζει πως αγάπησες. Πρέπει να φύγω, συνεχίζω. Ερωτεύτηκα ξανά, εντελώς απρόσμενα.

Ευχαριστώ, αντίο. Σε αγαπώ.

Created by Diana Chemeris

Τετάρτη 18 Ιανουαρίου 2017

ΤΟ ΜΕΡΟΣ


ΤΟ ΜΕΡΟΣ

Υπάρχει ένα μέρος στην πόλη που λίγοι γνωρίζουν την ιστορία του. Ο χώρος χρησιμοποιήθηκε για πολλά χρόνια ως αποθήκη, ύστερα ως μαγαζί. Τώρα είναι νυχτερινό κέντρο. Είναι καλοφτιαγμένο εξωτερικά, όπως εσωτερικά υπέροχα διακοσμημένο, ο κόσμος που μπαίνει τις νύχτες διασκεδάζει. Τίποτα δεν μαρτυρά κάτι παράξενο, όλα φαίνονται φυσιολογικά. Ωστόσο λίγοι γνωρίζουν το σκοτεινό μυστικό του.

Είναι καταραμένο. Στοιχειωμένο από έναν άνθρωπο που εγκλώβισε την ψυχή του στο μέρος, την πούλησε. Έχυσε ιδρώτα, αίμα, δάκρυα ώστε να πραγματοποιήσει τα όνειρα του. Αυτό έγινε πριν χρόνια.

Έχει σημασία ο χαρακτήρας του ανθρώπου, αυτός δημιουργεί έναν χώρο υλικά και πνευματικά. Ο πρώτος ιδιοκτήτης, που από οικόπεδο δημιούργησε μια επιχείρηση, που τοποθέτησε το πρώτο τούβλο, που πρώτος περπάτησε στο μέρος. Όσο αποκτούσε δύναμη γινόταν άπληστος στα φιλόδοξα του σχέδια, σκληρός. Κατέστρεψε πολλές γιορτές, οικογένειες έμειναν δίχως δουλειά λόγω περικοπών, με αποτέλεσμα να φτύνουν το επώνυμο του. Εκείνος προκάλεσε δυστυχίες, δεν σκέφτηκε ποτέ την ανθρώπινη ψυχή.

Κάποιος θα έλεγε πως εκείνες τις άγιες μέρες, η μοναδική ευχή εκείνων που αδικήθηκαν, ήταν εκείνος να πληρώσει. Αμαρτίες που ξέρανε και μυστικά που αγνοούσαν. Η σκέψη μπορεί να ενεργοποιήσει πραγματικότητες. Λογαριάζανε να αντιμετωπίσει τον άπληστο εαυτό του, την μοναξιά, και τον δαίμονα που τον περιστοίχιζε. Και έτσι έγινε. Πέθανε μέσα. Μονάχος. Στο μέρος.

Υπάρχει ένα μέρος στην πόλη που λίγοι γνωρίζουν την ιστορία του. Πουλήθηκε σε δεκάδες χέρια, ανακαινίστηκε πολλές φορές. Δεν έκαναν ευχέλαιο ποτέ, το ξέχναγαν τυχαία. Καλύφθηκε η πραγματικότητα. Είναι στοιχειωμένο. Η ψυχή του άντρα παραμένει εγκλωβισμένη μέσα, το πρόσωπο του αποτυπωμένο βαθιά στους τοίχους, παράξενοι ήχοι θυμίζουν ψιθύρους από ξεχασμένη φωνή. Όσο περνάει ο καιρός η ενέργεια συσσωρεύεται, θρέφεται. Διψάει για εκδίκηση, ψάχνει τρόπο να συνεχίσει το έργο του στην άλλη ζωή, περιμένει να πετύχει.

Όσοι μπαίνουν μέσα, δεν το αντιλαμβάνονται. Ακουμπάνε την ενέργεια, γίνονται ένα μαζί της. Το φάντασμα ενεργοποιεί σκέψεις, προκαλεί αισθήματα, ρουφάει την ζωτικότητα. Με σκοπό να επιστρέψει η κατάρα εκεί που ανήκει, με στόχο να νιώσουν ότι ένιωσε εκείνος λίγο πριν το τέλος της ζωής του. Οι κακοί προκαλούν παραπάνω, οι καλοί βασανίζονται από ατυχίες, η ζωή αλλάζει επίπεδο δυσκολίας και φθείρει. Μια παράνοια που δεν θα ζούσαν αλλιώς, ώσπου η ενέργεια ξεθωριάσει και την νικήσουν.

Όλα φαίνονται φυσιολογικά, άλλα στο τέλος κάθε νύχτας, το μέρος είναι σκοτεινό, άδειο και καταραμένο.

Created by Diana Chemeris