Πέμπτη 25 Μαΐου 2017

ΣΚΥΛΙΑ


ΣΚΥΛΙΑ

Κάθε καταραμένο βράδυ. Με κυνηγάνε τα σκυλιά.

Έκανα λάθη, και τα σκυλιά τα θυμούνται. Με κυνηγάνε σαν αρπακτικά, είμαι ένα θήραμα που τρέχει να ξεφύγει. Είναι εικόνες που δεν ξεθωριάζουν, με τον χρόνο σκοτεινιάζουν, διαστέλλονται σε κακά σημάδια, σαν κακός οιωνός. Θυμάμαι στιγμές που δεν αλλάζουν,  στριμώχτηκαν στο παρελθόν και μένουν εκεί. Ήταν επιλογή μου, σφάλματα μου. Τα ήθελα. Τα έκανα.

Ύαινες στο κεφάλι μου, φοβερίζουν, με κάνουν να πιστεύω πως ακόμα κάνω λάθος. Κάποιος γαβγίζει. Δεν είμαι εγώ, είναι εκείνα, τα Σκυλιά. Με κυνηγούν, σκιές γεμίζουν την ζωή μου, σε κάθε στροφή συναντώ εκείνα. Τα δέχτηκα, τα καλωσόρισα, τα χάιδεψα. Ένας άπληστος εαυτός, σίγουρος για την ασφάλεια, ένας εγωισμός που καλοπερνάει, ενώ τα σκυλιά περιμένουν.

Σκυλιά.

Οι σκύλες με δαγκώνουν, με ξεκοιλιάζουν εκ των έσω, βρίσκουν κάθε ρωγμή, κάθε πτυχή του εαυτού μου που δεν θεραπεύω, σκάβουν πιο βαθιά. Δαγκώνουν. Κανένας δεν βοηθάει, κανένας δεν γνωρίζει τα σκυλιά μου. Έχουν δικά τους σκυλιά.

Το κατοικίδιο φαίνεται γλυκό, στο πρώτο αθώο καπρίτσιο γλύφει το χέρι, κλαψουρίζει για άλλα χάδια. Αμέσως πικράθηκα όταν έβγαλε τα δόντια του, πάνω μου. Μεγάλωσαν οι επιπτώσεις όσο καιρό δεν ανησυχούσα, όσο καιρό έστριβα τα μάτια μου ώστε να μην δω, αρνούμενος τις φυσικές ορμές τους. Ήταν άγρια, έγινα άγριος και εγώ. Τώρα δεν μπορώ να ξεφύγω, τα σκυλιά μου ανήκουν.

Με κομματιάζουν. Τα αφήνω, τα ταΐζω. Τους δίνω ένα κομμάτι κρέας του εαυτού μου, εκείνα θέλουν και άλλο. Αφουγκράζονται, φρουρούν, επιτίθενται. Παραπονιέμαι. Άλλα τα γνωρίζω πια.

Τα αναγκάζω να ριχτούν. Ξεχνάω πως τα αφήνω, δεν τα δένω. Ξεχνάω πως εγώ τα επέλεξα, εγώ τα έπλασα, κανένας δεν φταίει. Τα σκυλιά είναι δικά μου. Ζουν μαζί μου. Τα σκυλιά είμαι εγώ. Ο καταραμένος μου εαυτός δεν αλλάζει. Αυτά είναι τα σκυλιά μου.

Τα παιδιά μου. Τα φροντίζω. Περιμένω την επόμενη επίθεση, σαν συνήθεια πλέον. Τα περιμένω. Στην πτώση της ζωής που δημιούργησα. Επικίνδυνα. Κάθε βράδυ, περιμένω ήσυχος. Καθώς εκείνα με πλησιάζουν, μένω ακίνητος. Καθώς εκείνα με μυρίζουν, παραμένω ατάραχος. Ψάχνουν την  ιδανική στιγμή, όταν αδυνατώ να τα ξημερώσω. Τότε που πλέον παραδίνομαι, και με τρώνε ζωντανό .
Πλησιάζουν, τα ακούω, η ανάσα τους κοντά. Γαβγίζουν.

Created by Diana Chemeris

Παρασκευή 28 Απριλίου 2017

EΥΧΗ


EΥΧΗ

Ένα αστέρι πέφτει, γοργά πρέπει να κάνω μια ευχή. Έτσι ξέρω, έτσι μου είπανε παιδί. Όταν ένα αστέρι πέφτει, πρέπει να κάνω μια ευχή. Ένα αστέρι έχει μεγάλη δύναμη διάβαζα στα παραμύθια. Πραγματοποιεί όνειρα, ακούει ανθρώπους, απαντάει σε διάφορους. Ένα αστέρι καθοδηγεί.

Τόσες ευχές δεν χωράνε σε μια σκέψη, άραγε χωράνε σε ένα αστέρι. Εκείνο ταξιδεύει, άγνωστο σε ποια γωνία, ίσως και λίγο αδιάφορο. Εγώ συνεχίζω να βλέπω το ίδιο αστέρι, πάντα λαμπερό εκεί ψηλά. Ώσπου ένα βράδυ πέφτει.

Τρέχει, αφήνει λαμπρή γραμμή, ώσπου φεύγει. Ίσως είναι μεγαλύτερο, ίσως είναι σκοτεινό, ίσως είναι γυαλιστερό. Τόσο μακριά, μυστήρια μαγεύει. Συνηθισμένο στην σιωπή, δεν ταξιδεύει για εμάς, δεν ακούει την πολυλογία.  Δεν καταλαβαίνει από ευχές.

Εγώ εύχομαι. Σπάνια συναντώ αστέρια να πέφτουν, συνέχεια βλέπω μονάχα ανθρώπους που πέφτουν. Το πέτυχα. Ένα αστέρι πέφτει, ας κάνω μια ευχή.  Ας σταματήσει να πέφτει.

Εύχομαι να σταματήσει. Εκείνο που τόσοι δίνουν αξία, για μένα δεν έχει καμία σημασία. Εκείνο που τόσοι νομίζουν σημαντικό, εγώ δεν το γνωρίζω ούτε αυτό.

Εύχομαι να δει. Από ένα αστέρι μπορεί να μάθει. Μερικοί το ξεχνούν, δεν το κοιτούν, δεν αντιδρούν. Έφυγαν τα όνειρα για το άστρο εκείνο. Ξεχνούν να του μιλούν, ξεχνούν να παίρνουν την απάντηση.

Εύχομαι να καταλάβει. Τα άστρα τόσα έχουν να πουν, που μια τυφλή ψυχή δεν μπορεί να ακούσει. Κλείνεται και το φως λείπει. Στις βουβές μέρες τα άστρα βοηθούν, μονάχα εκείνα κατανοούν.

Εύχομαι να μάθει. Μερικοί δεν μεταχειρίζονται τα άστρα σωστά. Σκέψεις, νιώθουν μια ανάγκη να ειπωθούν, μπερδεύουν αλήθειες με ψέματα για μια λανθασμένη σιγουριά. Στο τέλος παραμένουν λόγια. Μονάχα το άστρο το γνωρίζει αυτό.

Εύχομαι να αποδεχτεί. Από τα άστρα καταγόμαστε, εκεί θα πάμε, δεν το βλέπει. Απλά δεν το θυμάται. Ίσως το δεχτεί. Ίσως όμως χαθεί.

Εύχομαι να τολμήσει. Μερικοί τα φοβούνται. Ώσπου ξεχνούν την ύπαρξη τους, πόσο σημαντικά είναι στην ζωή. Εύχομαι να ταξιδέψουν ανάμεσα τους, εύχομαι θαρραλέα να ρίξουν την ματιά τους.

Εύχομαι το ταιριαστό. Εύχομαι το αντίθετο. Μια σχέση που κρατά αιώνες πλέον, τα άστρα την υποστηρίζουν, προσέχουν και φροντίζουν. Πέφτουν για χάρη τους.

Εύχομαι να πέσει.

Created by Diana Chemeris

Τετάρτη 15 Μαρτίου 2017

ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ


ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ

Ο Κύριος Π. έχει κατασταλάξει. Αποφάσισε από καιρό την  πορεία της ζωής του, την οποία ακολουθεί πιστά. Αποφάσισε και πέτυχε. Ο Κύριος Π. είναι σημαντικός άντρας στον κλάδο του, του εμπιστεύονται πολλοί τις υποθέσεις τους.  Έχει βοηθήσει κόσμο. Κανένας δεν μπαίνει στον δρόμο του. Όσους συναντάει, τους αντιμετωπίζει μεθοδικά και έξυπνα, τους προσπερνάει.

Ο Κύριος Π. είναι πλούσιος, μεγαλοδικηγόρος, τίποτα δεν του λείπει. Σχεδόν τίποτα. Του λείπει κάτι δικό του, κάτι που θα του άνηκε σώμα και ψυχή. Ένα δημιούργημα. Ένα παιδί. Αντίθετα, είναι μόνος, αυτό του δημιουργεί μια πληγή. Επιθυμεί και προσπαθεί, άλλα είναι το μοναδικό πράγμα που ακόμα αργεί να εκπληρωθεί.

Η σημερινή μέρα είναι σημαντική για τον Κύριο Π. Τον περιμένουν στο δικαστήριο, υπερασπίζεται έναν σημαντικό πελάτη. Ο Κύριος Π. κάνει καλά την δουλειά του, και ξέρει ήδη πως έχει νικήσει.

Δυστυχώς για τον Κύριο Π. η Porsche χάλασε. Αναγκάστηκε να καλέσει ταξί. Στον δρόμο ξέχασε εκείνα που του λείπουν, σκεφτόταν μονάχα την δουλειά του. Διάβαζε την υπόθεση και σκαρφιζόταν νέους τρόπους ώστε να φέρει την επόμενη επιτυχία. Το ταξί έφτασε στον προορισμό του, πλήρωσε μετρητά πενήντα ευρώ και πήρε τα ρέστα.

Έξω από τα δικαστήρια ο αέρας φύσηξε έντονος. Ένα έγγραφο της υπόθεσης, φυγαδεύτηκε από τα χέρια του μαζί με τον άνεμο. Ο Κύριος Π. το αντιλήφθηκε, η ματιά του ακολούθησε προσεχτικά το χαρτί όπου προσγειώθηκε στα πόδια ενός παιδιού.

Το μικρό παιδί, έμοιαζε πέντε ή έξι. Σήκωσε το έγγραφο, προσπάθησε να το διαβάσει, να καταλάβει.
Ο Κύριος Π. το πλησίασε, ζήτησε το χαρτί που του ανήκει, το παιδί φοβισμένο το παρέδωσε.

Το παιδί συνέχισε να περιεργάζεται τον Κύριο Π. Στα μάτια του όλα εκείνα που του λείπουν. Άπλωσε το βρόμικο χεράκι του, ζήτησε ψηλά.

Ο Κύριος Π. γύρισε την πλάτη. Έφυγε δίχως να κοιτάξει ξανά το ταλαιπωρημένο παιδί. Επέστρεψε στον δρόμο της επιτυχίας.


Created by Diana Chemeris

Τρίτη 14 Φεβρουαρίου 2017

ΕΡΩΤΕΣ


ΕΡΩΤΕΣ

Ερωτεύτηκα πολύ. Δυνατά και τα αισθήματα στο φρένο, χάρισα μια καρδιά δίχως όρους. Πέρασαν χρόνια, πέρασαν άλλοι τόσοι έρωτες. Μερικούς δεν μπορώ να θυμηθώ. Άλλοι ήταν ξεχωριστοί, τους αγάπησα αληθινά.  Αγάπες παλιές, που ορκιζόμουν στο φεγγάρι και στον ήλιο πως θα μείνουν παντοτινές. Μοιράσαμε στιγμές στο όνομα μιας αγάπης, που στιγμάτισε την μνήμη και την καρδιά. Εκείνοι οι έρωτες με άλλαξαν, με έμαθαν, με κατεύθυναν. Μυήθηκα σε κόσμους διαφορετικούς, στην μοναδική κοσμοθεωρία που μονάχα εγώ γνωρίζω και αγαπώ.

Τόσες φορές, τόσες αλλαγές, προσπάθησα να ξεχάσω, να τις πνίξω βαθιά σε ένα σκοτεινό μπαούλο. Άλλα η ανάμνηση παραμένει, δεν διαγράφονται οι αγάπες οι παλιές. Αγάπησα, αυτή είναι η πραγματικότητα. Τόσες γιορτές, τόσες μεθυσμένες βραδιές, τόσα πρωινά ξυπνήματα αγκαλιά, και ανά τα χρόνια τα πρόσωπα αλλάζουν. Τους θυμάμαι. Ιστορίες διαφορετικές, άντρες ξεχωριστοί και κάθε φιλί μοναδικό. Κανένας δεν έμοιαζε, κανένας δεν ξεχάστηκε. Πήραν έναν ρόλο, έγιναν μια ανάμνηση, έδωσαν ένα μάθημα. Καιρός να πω αντίο, και ευχαριστώ.

Εκείνος που αγάπησα με τρέλα. Εκείνος που μίσησα αργότερα. Εκείνος που τελικά με πλήγωσε. Εκείνος που τον άφησα. Εκείνος που με άφησε. Εκείνος που πέθανε. Οι άντρες της ζωής μου, τραγουδούν βαθιά στίχους στην ψυχή, τραγούδια αφιερωμένα με ξεχωριστή μελωδία στον καθένα. Με εμπνέουν ιστορίες, γράφω για αυτούς, διότι δεν έφυγαν ποτέ. Παραμένουν λέξεις εγκλωβισμένες στην μνήμη, γραμμές στα τετράδια του μυαλού, που επαναλαμβάνονται μερικές μοναχικές βραδιές. Σας θυμάμαι, δεν ξεχνώ.

Εκείνοι οι άντρες, εκείνες τις προσωπικές στιγμές, άναψαν σπίθα στην καρδιά, ώσπου έγινε φωτιά, που ακόμα φλέγει ζωντανά. Δεν ξεχνώ, αγάπησα. Γιατί αγάπησα πολύ, όσο μια καρδιά αντέχει, δεν έφυγε το βέλος, μάτωσε και παραδόθηκε. Δάκρυα και ηδονή γίναν ένα, βρισιές και προστυχιές σε κλειστά δωμάτια. Ερωτεύτηκα μάτια μαύρα, μελί, γαλάζια. Βουβή επικοινωνία ανάμεσα σε πρόσωπα που ταίριαξαν, κατανόηση με εκείνους που επέλεξα.

Δεν ξέρεις πόσο σε αγάπησα. Κρύβομαι. Το προδίδω τώρα. Γαληνεύω μια πληγωμένη καρδιά, που ακόμα δεν ξεχνάει. Άλλα θέλει να φύγει.

Ζητώ συγνώμη που σε πλήγωσα. Ξέρω δεν το εννοούσες. Μια παρεξήγηση κατέστρεψε τις καλύτερες προθέσεις, η έλλειψη επικοινωνίας κατέστρεψε τις καλύτερες σχέσεις. Και ο χρόνος δεν γυρνάει. Ύστερα από καιρό, τελείωσε. Φυλάω παλιούς έρωτες στο κόκκινο βάζο, ένα κόκκινο λουλούδι ο καθένας που συνεχίσω να ποτίζω. Ξέρω πως ποτέ δεν θα μαραθούν, η αγάπη δεν μαράθηκε ποτέ.

Ότι ζήσαμε να θυμάσαι, είναι πλέον ριζωμένα στο παρελθόν. Πάντα ξεφυτρώνει μια κραυγή, ώστε να θυμίζει πως αγάπησες. Πρέπει να φύγω, συνεχίζω. Ερωτεύτηκα ξανά, εντελώς απρόσμενα.

Ευχαριστώ, αντίο. Σε αγαπώ.

Created by Diana Chemeris

Τετάρτη 18 Ιανουαρίου 2017

ΤΟ ΜΕΡΟΣ


ΤΟ ΜΕΡΟΣ

Υπάρχει ένα μέρος στην πόλη που λίγοι γνωρίζουν την ιστορία του. Ο χώρος χρησιμοποιήθηκε για πολλά χρόνια ως αποθήκη, ύστερα ως μαγαζί. Τώρα είναι νυχτερινό κέντρο. Είναι καλοφτιαγμένο εξωτερικά, όπως εσωτερικά υπέροχα διακοσμημένο, ο κόσμος που μπαίνει τις νύχτες διασκεδάζει. Τίποτα δεν μαρτυρά κάτι παράξενο, όλα φαίνονται φυσιολογικά. Ωστόσο λίγοι γνωρίζουν το σκοτεινό μυστικό του.

Είναι καταραμένο. Στοιχειωμένο από έναν άνθρωπο που εγκλώβισε την ψυχή του στο μέρος, την πούλησε. Έχυσε ιδρώτα, αίμα, δάκρυα ώστε να πραγματοποιήσει τα όνειρα του. Αυτό έγινε πριν χρόνια.

Έχει σημασία ο χαρακτήρας του ανθρώπου, αυτός δημιουργεί έναν χώρο υλικά και πνευματικά. Ο πρώτος ιδιοκτήτης, που από οικόπεδο δημιούργησε μια επιχείρηση, που τοποθέτησε το πρώτο τούβλο, που πρώτος περπάτησε στο μέρος. Όσο αποκτούσε δύναμη γινόταν άπληστος στα φιλόδοξα του σχέδια, σκληρός. Κατέστρεψε πολλές γιορτές, οικογένειες έμειναν δίχως δουλειά λόγω περικοπών, με αποτέλεσμα να φτύνουν το επώνυμο του. Εκείνος προκάλεσε δυστυχίες, δεν σκέφτηκε ποτέ την ανθρώπινη ψυχή.

Κάποιος θα έλεγε πως εκείνες τις άγιες μέρες, η μοναδική ευχή εκείνων που αδικήθηκαν, ήταν εκείνος να πληρώσει. Αμαρτίες που ξέρανε και μυστικά που αγνοούσαν. Η σκέψη μπορεί να ενεργοποιήσει πραγματικότητες. Λογαριάζανε να αντιμετωπίσει τον άπληστο εαυτό του, την μοναξιά, και τον δαίμονα που τον περιστοίχιζε. Και έτσι έγινε. Πέθανε μέσα. Μονάχος. Στο μέρος.

Υπάρχει ένα μέρος στην πόλη που λίγοι γνωρίζουν την ιστορία του. Πουλήθηκε σε δεκάδες χέρια, ανακαινίστηκε πολλές φορές. Δεν έκαναν ευχέλαιο ποτέ, το ξέχναγαν τυχαία. Καλύφθηκε η πραγματικότητα. Είναι στοιχειωμένο. Η ψυχή του άντρα παραμένει εγκλωβισμένη μέσα, το πρόσωπο του αποτυπωμένο βαθιά στους τοίχους, παράξενοι ήχοι θυμίζουν ψιθύρους από ξεχασμένη φωνή. Όσο περνάει ο καιρός η ενέργεια συσσωρεύεται, θρέφεται. Διψάει για εκδίκηση, ψάχνει τρόπο να συνεχίσει το έργο του στην άλλη ζωή, περιμένει να πετύχει.

Όσοι μπαίνουν μέσα, δεν το αντιλαμβάνονται. Ακουμπάνε την ενέργεια, γίνονται ένα μαζί της. Το φάντασμα ενεργοποιεί σκέψεις, προκαλεί αισθήματα, ρουφάει την ζωτικότητα. Με σκοπό να επιστρέψει η κατάρα εκεί που ανήκει, με στόχο να νιώσουν ότι ένιωσε εκείνος λίγο πριν το τέλος της ζωής του. Οι κακοί προκαλούν παραπάνω, οι καλοί βασανίζονται από ατυχίες, η ζωή αλλάζει επίπεδο δυσκολίας και φθείρει. Μια παράνοια που δεν θα ζούσαν αλλιώς, ώσπου η ενέργεια ξεθωριάσει και την νικήσουν.

Όλα φαίνονται φυσιολογικά, άλλα στο τέλος κάθε νύχτας, το μέρος είναι σκοτεινό, άδειο και καταραμένο.

Created by Diana Chemeris

Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2016

ΑΓΙΕ ΒΑΣΙΛΗ


ΑΓΙΕ ΒΑΣΙΛΗ
Αγαπητέ Άγιε Βασίλη.

Σου γράφω μετά από καιρό, ίσα που θυμάμαι την τελευταία φορά, ήμουν πολύ μικρός. Σου ζητώ συγνώμη. Νιώθω πως σου οφείλω πράγματα, μερικά δώρα που άφησα στην παιδική μου ηλικία. Τότε με γνώριζες καλύτερα, έτσι ένιωθα, δίχως ποτέ να βρίσκεσαι κοντά μου.

Πάντα ήξερες, πάντα πρόσεχες. Ένιωθα την παρουσία σου κάθε Χριστούγεννα, γιορτινές μακρινές μέρες που θυμάμαι ακόμα καθαρά. Ύστερα έπαψα να πιστεύω, έκανα ένα τρομερό σφάλμα. Έπαψα να μεγαλώνω μαζί σου. Έπαψα να ελπίζω, να περιμένω.

Δώρα και παιχνίδια. Κάλαντα, γιορτές. Σημαντικές στιγμές. Γλυκά, στολίδια και κεριά. Πράγματα που κάποτε έδιναν χαρά, κατέληξαν ανούσια στα ράφια. Εκείνο το δώρο που ζήταγα επίμονα με τόσα γράμματα. Πίστευα τα έλαβες. Από λάθος συνεννόηση γονέων, που δεν κατάλαβαν ένα παιδί, έφτασε κάτι άλλο κάτω από το δέντρο. Πληγώθηκα. Θύμωσα, θυμάμαι. Έκλαψα.

Θεώρησα πως δεν με καταλάβαινες, πως δεν με ξέρεις στα αλήθεια. Δεν είσαι εκεί, δεν με ακούς. Ανακάλυψα το ψέμα σου μια παλαιά γιορτή. Εκείνα τα Χριστούγεννα χαράχτηκαν και ξεχάστηκαν. Κάθε επικοινωνία διακόπηκε, μα τώρα πια καταλαβαίνω το σφάλμα μου.

Νιώθω σαν να γέρασα πολύ, σαν ο χιονιάς να κάτσε πηχτός στην πόρτα μου. Σαν κάθε χειμώνας να ήταν βαρύτερος. Εκείνα τα χρόνια που έλειπες, έδιωξα ιπτάμενους ταράνδους, νεράιδες, ξωτικά και θαύματα.

Θυμάμαι ένα πραγματικό δώρο που έδωσες, κάτι που διέγραψα μαζί σου. Η πίστη. Την έχασα, συνέχισα μια ζωή δίχως μαγεία, χωρίς καθοδήγηση στο μονοπάτι. Βρέθηκα στην άλλη πλευρά του παραμυθιού, ανάμεσα σε τόσους άλλους που ξέχασαν.

Έπρεπε να συνεχίσω να σου γράφω, κάθε χρόνο να το φροντίζω, να είμαι καλό παιδί. Να μην ξεχάσω, ώσπου να γεράσω, όταν βγάλω λευκά μαλλιά. Να μοιράζω δώρα, όπως εσύ. Αγάπη, ευτυχία, πράγματα που εσύ μαθαίνεις στα παιδιά. Τώρα σου γράφω, ίσα που προφταίνω. Περιμένω την άφιξη σου, ένα χαρμόσυνο γεγονός. Πιστεύω σε εσένα.

Ένα έχω να πω, θέλω να γίνω ξανά παιδί. Εκείνο το παιχνίδι, ακόμα το ζητώ. Χαίρομαι, ξέρω πως υπάρχεις. Πως θα έρθεις, θα με βρεις. Χαμογελώ. Θυμάμαι το γλυκό παιδί μέσα μου, που συνεχίζει ακόμα να ελπίζει.

Χρόνια Πολλά.                                                                                                                                                         

Created by Diana Chemeris

Τρίτη 6 Δεκεμβρίου 2016

ΜΑΥΡΟ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟ


ΜΑΥΡΟ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟ

Βράδυ, βρίσκομαι στο γραφείο. Με περιμένει ένα δέμα που δεν άνοιξα ακόμα. Ξέρω πως το έστειλε εκείνη, πως μετά από χρόνια εκδικείται. Με προειδοποίησε το ιδιαίτερο άρωμα που ευωδίαζε, εκείνο που γεννά γνώριμες μουσικές στο μυαλό. Περιμένω να τελειώσω την δουλειά, πριν δω το περιεχόμενο. Ξέρω πως ήρθε η στιγμή.

Το άνοιξα στην σιγή, σαν ιεροτελεστία. Στο σκοτεινό εσωτερικό, ξάπλωνε ένα μαύρο τριαντάφυλλο. Μαύρο, σαν τα μάτια της. Θυμάμαι τα μαύρα τριαντάφυλλα, εκείνα που στόλιζαν τον λαιμό της. Εκείνα τα μάτια, διαπερνούσαν τις σκέψεις μου, τα αγάπησα. Με υπνώτιζαν, με έκαναν να πιστέψω. Θυμάμαι όταν η καρδιά μου έγινε πέτρα, διέκοψα όνειρα στην μέση. Τότε που την άφησα. Τότε που την πλήγωσα.

Εκδικείται. Ναι. Εκείνη μου χάρισε την ψυχή της, ξέρει. Την πρόσβαλα. Τώρα προσβάλει την δική μου. Θυμάμαι, την αγκαλιά που με κοίμιζε. Θυμάμαι, τα χαστούκια που με ξύπναγαν. Ναι. Εκείνο το πλάσμα με αγαπούσε, τώρα με καταριέται. Ξέρει τον τρόπο, μου το είχε αναφέρει. Μάγισσα. Ναι, θυμάμαι τα μάτια της, εκείνα που με έσφαξαν όταν ξεστόμισα τα τελευταία λόγια.

Θυμάμαι. Σαν να μην πέρασαν μέρες, βδομάδες, μήνες, χρόνια. Σαν να μην ξέχασε, σαν να μην ξέχασα εγώ. Σαν χθες. Το κάνει. Χτύπησε. Αποφάσισε. Τώρα θυμάμαι τα πάντα. Καταριέται με μαγικό τρόπο την ζωή μου. Έφταιξα. Το τριαντάφυλλο μαγικά έπεσε σαν στάχτη στα χέρια μου, σαν να κάηκε, όπως έκαψαν εκείνη τα σκληρά μου λόγια. Η οσμή εντονότερη, γέμισε τον χώρο. Με έπνιγε.

Ξέρω τι συμβαίνει. Ήρθε η ώρα. Ναι. Αντιμετωπίζω τον εαυτό μου, όπως εκείνη ήθελε. Τίποτα δεν είναι ίδιο.

Θυμάμαι. Στιγμές που πέταξαν και μίσησα. Θυμάμαι, εκείνα που διέγραψα, που τόλμησαν να μιλήσουν σιγανά τις σιωπηλές βραδιές. Τα έδιωξα. Τα έβρισα.

Θυμάμαι. Τρόπους που λάσπωσα μια αληθινή στιγμή, λέξεις που τύπωσα για μια βλαβερή πληγή. Ξαναζώ. Χωρίς να μπορώ να διορθώσω.

Στην μνήμη επέστρεψαν εκείνα τα θαμμένα, που ακόμα συνεχίζω να ρίχνω χώμα. Η στάχτη τα ξέθαψε, σαν ξόρκι. Θυμάμαι, εκείνους που έδιωξα. Θυμάμαι εκείνη, που χυδαία πρόδωσα. Γνωρίζω, η κατάρα μαυρίζει μια μελανή ψυχή.

Μου μιλάει. Ακούω. Κατηγορώ. Αντέχω. Υποκρίνομαι. Αντέχω. Θυμώνω. Ακόμα αντέχω. Στεναχωριέμαι. Αντέχω. Βλέπω τα μάτια της. Ακόμα αντέχω. Αναγνωρίζω. Συνεχίζω. Βλέπω μέσα μου. Με φοβίζω. Ακόμα αντέχω. Δεν ζώ. Αντέχω.

Created by Diana Chemeris