Τετάρτη 18 Ιανουαρίου 2017

ΤΟ ΜΕΡΟΣ


ΤΟ ΜΕΡΟΣ

Υπάρχει ένα μέρος στην πόλη που λίγοι γνωρίζουν την ιστορία του. Ο χώρος χρησιμοποιήθηκε για πολλά χρόνια ως αποθήκη, ύστερα ως μαγαζί. Τώρα είναι νυχτερινό κέντρο. Είναι καλοφτιαγμένο εξωτερικά, όπως εσωτερικά υπέροχα διακοσμημένο, ο κόσμος που μπαίνει τις νύχτες διασκεδάζει. Τίποτα δεν μαρτυρά κάτι παράξενο, όλα φαίνονται φυσιολογικά. Ωστόσο λίγοι γνωρίζουν το σκοτεινό μυστικό του.

Είναι καταραμένο. Στοιχειωμένο από έναν άνθρωπο που εγκλώβισε την ψυχή του στο μέρος, την πούλησε. Έχυσε ιδρώτα, αίμα, δάκρυα ώστε να πραγματοποιήσει τα όνειρα του. Αυτό έγινε πριν χρόνια.

Έχει σημασία ο χαρακτήρας του ανθρώπου, αυτός δημιουργεί έναν χώρο υλικά και πνευματικά. Ο πρώτος ιδιοκτήτης, που από οικόπεδο δημιούργησε μια επιχείρηση, που τοποθέτησε το πρώτο τούβλο, που πρώτος περπάτησε στο μέρος. Όσο αποκτούσε δύναμη γινόταν άπληστος στα φιλόδοξα του σχέδια, σκληρός. Κατέστρεψε πολλές γιορτές, οικογένειες έμειναν δίχως δουλειά λόγω περικοπών, με αποτέλεσμα να φτύνουν το επώνυμο του. Εκείνος προκάλεσε δυστυχίες, δεν σκέφτηκε ποτέ την ανθρώπινη ψυχή.

Κάποιος θα έλεγε πως εκείνες τις άγιες μέρες, η μοναδική ευχή εκείνων που αδικήθηκαν, ήταν εκείνος να πληρώσει. Αμαρτίες που ξέρανε και μυστικά που αγνοούσαν. Η σκέψη μπορεί να ενεργοποιήσει πραγματικότητες. Λογαριάζανε να αντιμετωπίσει τον άπληστο εαυτό του, την μοναξιά, και τον δαίμονα που τον περιστοίχιζε. Και έτσι έγινε. Πέθανε μέσα. Μονάχος. Στο μέρος.

Υπάρχει ένα μέρος στην πόλη που λίγοι γνωρίζουν την ιστορία του. Πουλήθηκε σε δεκάδες χέρια, ανακαινίστηκε πολλές φορές. Δεν έκαναν ευχέλαιο ποτέ, το ξέχναγαν τυχαία. Καλύφθηκε η πραγματικότητα. Είναι στοιχειωμένο. Η ψυχή του άντρα παραμένει εγκλωβισμένη μέσα, το πρόσωπο του αποτυπωμένο βαθιά στους τοίχους, παράξενοι ήχοι θυμίζουν ψιθύρους από ξεχασμένη φωνή. Όσο περνάει ο καιρός η ενέργεια συσσωρεύεται, θρέφεται. Διψάει για εκδίκηση, ψάχνει τρόπο να συνεχίσει το έργο του στην άλλη ζωή, περιμένει να πετύχει.

Όσοι μπαίνουν μέσα, δεν το αντιλαμβάνονται. Ακουμπάνε την ενέργεια, γίνονται ένα μαζί της. Το φάντασμα ενεργοποιεί σκέψεις, προκαλεί αισθήματα, ρουφάει την ζωτικότητα. Με σκοπό να επιστρέψει η κατάρα εκεί που ανήκει, με στόχο να νιώσουν ότι ένιωσε εκείνος λίγο πριν το τέλος της ζωής του. Οι κακοί προκαλούν παραπάνω, οι καλοί βασανίζονται από ατυχίες, η ζωή αλλάζει επίπεδο δυσκολίας και φθείρει. Μια παράνοια που δεν θα ζούσαν αλλιώς, ώσπου η ενέργεια ξεθωριάσει και την νικήσουν.

Όλα φαίνονται φυσιολογικά, άλλα στο τέλος κάθε νύχτας, το μέρος είναι σκοτεινό, άδειο και καταραμένο.

Created by Diana Chemeris

Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2016

ΑΓΙΕ ΒΑΣΙΛΗ


ΑΓΙΕ ΒΑΣΙΛΗ
Αγαπητέ Άγιε Βασίλη.

Σου γράφω μετά από καιρό, ίσα που θυμάμαι την τελευταία φορά, ήμουν πολύ μικρός. Σου ζητώ συγνώμη. Νιώθω πως σου οφείλω πράγματα, μερικά δώρα που άφησα στην παιδική μου ηλικία. Τότε με γνώριζες καλύτερα, έτσι ένιωθα, δίχως ποτέ να βρίσκεσαι κοντά μου.

Πάντα ήξερες, πάντα πρόσεχες. Ένιωθα την παρουσία σου κάθε Χριστούγεννα, γιορτινές μακρινές μέρες που θυμάμαι ακόμα καθαρά. Ύστερα έπαψα να πιστεύω, έκανα ένα τρομερό σφάλμα. Έπαψα να μεγαλώνω μαζί σου. Έπαψα να ελπίζω, να περιμένω.

Δώρα και παιχνίδια. Κάλαντα, γιορτές. Σημαντικές στιγμές. Γλυκά, στολίδια και κεριά. Πράγματα που κάποτε έδιναν χαρά, κατέληξαν ανούσια στα ράφια. Εκείνο το δώρο που ζήταγα επίμονα με τόσα γράμματα. Πίστευα τα έλαβες. Από λάθος συνεννόηση γονέων, που δεν κατάλαβαν ένα παιδί, έφτασε κάτι άλλο κάτω από το δέντρο. Πληγώθηκα. Θύμωσα, θυμάμαι. Έκλαψα.

Θεώρησα πως δεν με καταλάβαινες, πως δεν με ξέρεις στα αλήθεια. Δεν είσαι εκεί, δεν με ακούς. Ανακάλυψα το ψέμα σου μια παλαιά γιορτή. Εκείνα τα Χριστούγεννα χαράχτηκαν και ξεχάστηκαν. Κάθε επικοινωνία διακόπηκε, μα τώρα πια καταλαβαίνω το σφάλμα μου.

Νιώθω σαν να γέρασα πολύ, σαν ο χιονιάς να κάτσε πηχτός στην πόρτα μου. Σαν κάθε χειμώνας να ήταν βαρύτερος. Εκείνα τα χρόνια που έλειπες, έδιωξα ιπτάμενους ταράνδους, νεράιδες, ξωτικά και θαύματα.

Θυμάμαι ένα πραγματικό δώρο που έδωσες, κάτι που διέγραψα μαζί σου. Η πίστη. Την έχασα, συνέχισα μια ζωή δίχως μαγεία, χωρίς καθοδήγηση στο μονοπάτι. Βρέθηκα στην άλλη πλευρά του παραμυθιού, ανάμεσα σε τόσους άλλους που ξέχασαν.

Έπρεπε να συνεχίσω να σου γράφω, κάθε χρόνο να το φροντίζω, να είμαι καλό παιδί. Να μην ξεχάσω, ώσπου να γεράσω, όταν βγάλω λευκά μαλλιά. Να μοιράζω δώρα, όπως εσύ. Αγάπη, ευτυχία, πράγματα που εσύ μαθαίνεις στα παιδιά. Τώρα σου γράφω, ίσα που προφταίνω. Περιμένω την άφιξη σου, ένα χαρμόσυνο γεγονός. Πιστεύω σε εσένα.

Ένα έχω να πω, θέλω να γίνω ξανά παιδί. Εκείνο το παιχνίδι, ακόμα το ζητώ. Χαίρομαι, ξέρω πως υπάρχεις. Πως θα έρθεις, θα με βρεις. Χαμογελώ. Θυμάμαι το γλυκό παιδί μέσα μου, που συνεχίζει ακόμα να ελπίζει.

Χρόνια Πολλά.                                                                                                                                                         

Created by Diana Chemeris

Τρίτη 6 Δεκεμβρίου 2016

ΜΑΥΡΟ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟ


ΜΑΥΡΟ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟ

Βράδυ, βρίσκομαι στο γραφείο. Με περιμένει ένα δέμα που δεν άνοιξα ακόμα. Ξέρω πως το έστειλε εκείνη, πως μετά από χρόνια εκδικείται. Με προειδοποίησε το ιδιαίτερο άρωμα που ευωδίαζε, εκείνο που γεννά γνώριμες μουσικές στο μυαλό. Περιμένω να τελειώσω την δουλειά, πριν δω το περιεχόμενο. Ξέρω πως ήρθε η στιγμή.

Το άνοιξα στην σιγή, σαν ιεροτελεστία. Στο σκοτεινό εσωτερικό, ξάπλωνε ένα μαύρο τριαντάφυλλο. Μαύρο, σαν τα μάτια της. Θυμάμαι τα μαύρα τριαντάφυλλα, εκείνα που στόλιζαν τον λαιμό της. Εκείνα τα μάτια, διαπερνούσαν τις σκέψεις μου, τα αγάπησα. Με υπνώτιζαν, με έκαναν να πιστέψω. Θυμάμαι όταν η καρδιά μου έγινε πέτρα, διέκοψα όνειρα στην μέση. Τότε που την άφησα. Τότε που την πλήγωσα.

Εκδικείται. Ναι. Εκείνη μου χάρισε την ψυχή της, ξέρει. Την πρόσβαλα. Τώρα προσβάλει την δική μου. Θυμάμαι, την αγκαλιά που με κοίμιζε. Θυμάμαι, τα χαστούκια που με ξύπναγαν. Ναι. Εκείνο το πλάσμα με αγαπούσε, τώρα με καταριέται. Ξέρει τον τρόπο, μου το είχε αναφέρει. Μάγισσα. Ναι, θυμάμαι τα μάτια της, εκείνα που με έσφαξαν όταν ξεστόμισα τα τελευταία λόγια.

Θυμάμαι. Σαν να μην πέρασαν μέρες, βδομάδες, μήνες, χρόνια. Σαν να μην ξέχασε, σαν να μην ξέχασα εγώ. Σαν χθες. Το κάνει. Χτύπησε. Αποφάσισε. Τώρα θυμάμαι τα πάντα. Καταριέται με μαγικό τρόπο την ζωή μου. Έφταιξα. Το τριαντάφυλλο μαγικά έπεσε σαν στάχτη στα χέρια μου, σαν να κάηκε, όπως έκαψαν εκείνη τα σκληρά μου λόγια. Η οσμή εντονότερη, γέμισε τον χώρο. Με έπνιγε.

Ξέρω τι συμβαίνει. Ήρθε η ώρα. Ναι. Αντιμετωπίζω τον εαυτό μου, όπως εκείνη ήθελε. Τίποτα δεν είναι ίδιο.

Θυμάμαι. Στιγμές που πέταξαν και μίσησα. Θυμάμαι, εκείνα που διέγραψα, που τόλμησαν να μιλήσουν σιγανά τις σιωπηλές βραδιές. Τα έδιωξα. Τα έβρισα.

Θυμάμαι. Τρόπους που λάσπωσα μια αληθινή στιγμή, λέξεις που τύπωσα για μια βλαβερή πληγή. Ξαναζώ. Χωρίς να μπορώ να διορθώσω.

Στην μνήμη επέστρεψαν εκείνα τα θαμμένα, που ακόμα συνεχίζω να ρίχνω χώμα. Η στάχτη τα ξέθαψε, σαν ξόρκι. Θυμάμαι, εκείνους που έδιωξα. Θυμάμαι εκείνη, που χυδαία πρόδωσα. Γνωρίζω, η κατάρα μαυρίζει μια μελανή ψυχή.

Μου μιλάει. Ακούω. Κατηγορώ. Αντέχω. Υποκρίνομαι. Αντέχω. Θυμώνω. Ακόμα αντέχω. Στεναχωριέμαι. Αντέχω. Βλέπω τα μάτια της. Ακόμα αντέχω. Αναγνωρίζω. Συνεχίζω. Βλέπω μέσα μου. Με φοβίζω. Ακόμα αντέχω. Δεν ζώ. Αντέχω.

Created by Diana Chemeris

Τετάρτη 16 Νοεμβρίου 2016

ΑΙΧΜΑΛΩΣΙΑ


ΑΙΧΜΑΛΩΣΙΑ

Μια φορά και έναν καιρό, με απήγαγαν. Τότε αφελέστατα πίστευα πως ήμουν ασφαλής, πως κανένας δεν θα ζητούσε τίποτε από μένα. Έχασα τον δρόμο, εκείνοι με πρόσεξαν, με παραμόνευαν.  Με οδήγησαν εδώ βίαια, με έκλεισαν. Είπαν να μην φοβάμαι, πως όλα θα είναι καλύτερα για μένα, όλα θα φτιάξουν. Ακόμα να καταλάβω το μονοπάτι της ζωής μου.

Αιχμαλωτισμένη, στο απομονωμένο δωμάτιο, που δεν ήταν καθόλου ταπεινό. Βρέθηκα ανάμεσα σε επίχρυσα στολίδια, χρυσά σκεπάσματα, μεταξένια μαξιλάρια. Φρούτα και δώρα. Τίποτε δεν έλειπε. Ούτε το όπιο που άφησαν πίσω.

Εκείνη την μέρα, όλα έγιναν γρήγορα. Με έλουσαν, με έντυσαν στα χρυσά υφάσματα, με στόλισαν. Με ετοίμασαν, με άλλαξαν σε μια διαφορετική γυναίκα. Έτσι άλλαξα ζωή. Οι ευνούχοι περίμεναν μόνο κατανόηση από εμένα, με επέλεξαν, ήμουν τυχερή που βρέθηκα εδώ.

Έλεγαν.

Η αίγλη της αιχμαλωσίας, πρόδιδε τον προορισμό μου. Καθαρή, φοβισμένη, αποχαυνωμένη, περίμενα την εξέλιξη της φυλάκισης μου. Φανταζόμουν την ανεπιθύμητη κατάληξη, αν όλα πήγαιναν στραβά.

Οι φωνές έξω από την επίχρυση πόρτα προμήνυσαν πως έφτασε η ώρα. Αναγκάστηκα να τους ακολουθήσω, το όπιο σταμάτησε οποιαδήποτε αντίδραση φώλιαζε στην ψυχή μου. Στα πιο τρελά μου όνειρα, δεν φανταζόμουν πως θα είχα την τιμή, πως θα περπατούσα τους διάσημους διαδρόμους, πως θα αντίκριζα τα ακριβά γλυπτά και το απόκοσμο φως που φώτιζε τους κήπους.

Με πήγαιναν σε εκείνον. Ξέρω γιατί με επέλεξαν, δεν θα με έψαχνε κανείς, δεν έχω κανέναν. Είμαι όμορφη, ακριβώς αυτό που του αρέσει.  Φτωχή, χωρίς δύναμη να ελέγξω την ζωή μου. Νέα, χωρίς άντρας να γνωρίζει το σώμα μου. Η κατάλληλη επιλογή.

Όταν οι πύλες άνοιξαν, τον είδα. Με περίμενε. Με πρόσφεραν. Το δώρο του. Με πρόσταξαν να του χορέψω. Με κοίταζε με ενδιαφέρον, με ερευνούσε. Του άρεσα.

Με δέχτηκε στην ζωή του, κοντά στον θρόνο της Ανατολής, στις μυστικές γυναίκες του. Από τότε ζώ εδώ, χίλιες και μια νύχτες στο χρυσό κλουβί μου. Όλα είναι καλά. Αρκεί να είμαι καλή κοπέλα, αρκεί το όπιο να διαγράφει τις αναμνήσεις μου. Η ζωή μου ανήκει στον σουλτάνο μου.

Ο άρχοντας μου.


Created by Diana Chemeris

Τετάρτη 2 Νοεμβρίου 2016

ΠΑΡΕΑ


ΠΑΡΕΑ

Κάναμε πλάκα, διασκεδάζαμε, ήπιαμε παραπάνω εκείνη την μέρα. Ήρθε καλοδεχούμενη η ιδέα, οδηγήσαμε ώσπου εκεί. Ψηλά, η θέα στα πόδια μας, ο κόσμος δικός μας. Από τόσο μακριά, η πόλη φάνταζε άλλος τόπος. Γυαλιστερή μέσα στα φωτάκια της, ξύπνια, ζωντανή, οικεία. Το μέρος που φιλοξένει τις μέρες και τις νύχτες μας, αγνώριστη από τόσο ψηλά, σαν άλλη πολιτεία.

Εκείνη την νύχτα, δεν μας ένοιαζε. Τίποτε απολύτως. Γιορτάζαμε. Μέσα στο αμάξι, με φόντο την πόλη. Οι μακρινές ζωές των άλλων, φαινόταν ένα ψέμα, τίποτα δεν μας άγγιζε κοντά στον ουρανό. Δεν μας απασχολούσε πια. Πιστεύαμε πως ο κόσμος μας ανήκει, πως μπορούμε να πετάξουμε ψηλά.

Γελάγαμε, πίναμε, μιλούσαμε. Ζούσαμε όπως τα νέα παιδιά πρέπει να ζήσουν. Δεν μας ένοιαζε τι έλεγαν οι άλλοι, οι μεγάλοι. Εκείνοι δεν γελάνε πιά, δεν κάνουν σκανταλιές, δεν θυμούνται πως ήταν. Υποδείγματα μιας κοινωνίας που ξέχασε, νομίζει πως ξέρει, μα κάνει λάθος. Εκείνοι την ζωή την περνάνε αυστηρά με θλίψη, ενώ εμείς την γιορτάζουμε. Εμείς ακόμα το ζούμε

Όλος ο κόσμος, η θέα μας. Η ζωή μας. Τόσες νύχτες οδηγούσαμε παράνομα πριν πάρεις δίπλωμα. Τόσες νύχτες αποφύγαμε τον κίνδυνο, τόσες μέρες ξυπνούσαμε ζωντανοί. Είμαστε ακόμα εδώ, κραυγάζαμε. Μεγαλώσαμε, αποκτήσαμε απολυτήρια και διπλώματα. Τώρα πρέπει να δούμε την ζωή σοβαρά, μα δεν το κάνουμε.

Η ψυχή μας αποζητάει εκείνα που την θρέφει. Την διασκέδαση, το παιχνίδι, τα άκρα. Η ψυχή κοιτάει τον ουρανό και ζει, ονειρεύεται. Πετάει ψηλά με τα υπόλοιπα άστρα. Ένα σύμπαν που δεν διαχωρίζει, δεν κατηγορεί, δεν πληγώνει. Εκεί είμαστε όλοι ίδιοι. Αγαπάμε. Νιώθουμε. Ζούμε.

Την θυμάμαι εκείνη την νύχτα. Εκείνη η νύχτα μας έδωσε ζωή, ώσπου..

Θα επιστρέφαμε. Ήσουν νέος οδηγός.

Μπερδεύτηκες, ζαλίστηκες. Δεν κατάλαβα τι έγινε. Όλα ξαφνικά. Το γέλιο κόπηκε στην πτώση. Ξέρω, την ένιωσες και εσύ την πτώση. Θυμάμαι. Ήταν πια αργά όταν αντιλήφθηκες το λάθος. Πετάγαμε. Πέφταμε. Ευθεία μπροστά.

Ευθεία στον γκρεμό.

Created by Diana Chemeris

Τρίτη 18 Οκτωβρίου 2016

ΓΕΙΤΟΝΑΣ


ΓΕΙΤΟΝΑΣ

Τον παρακολουθώ συχνά, σχεδόν κάθε πρωί στην απέναντι πολυκατοικία. Παρατηρώ που κάθετε στο μπαλκόνι παρέα με καφέ και ένα σώβρακο, παράξενος άνθρωπος. Φοράει μαύρα γυαλιά, απολαμβάνει τον μεσημεριανό ήλιο ώρες, σαν να μην υπάρχει αύριο. Κάθε μέρα, την ίδια ώρα, είναι εκεί. Μονολογεί, χειρονομεί, τινάζεται. Νομίζω είναι λιγάκι τρελός.

Με παρακολουθεί συχνά. Όταν δεν κλείνω την κουρτίνα, νιώθω το βλέμμα του σταθερό πάνω μου. Παρακολουθεί τις κινήσεις μου όταν του το επιτρέπω, άλλες φορές κρύβομαι από την αδιακρισία του. Είναι νέος άντρας, σαν και εμένα, λιγάκι άξεστος και τεμπέλης. Φτιάξαμε κάποια είδος φιλίας, μυστικά χωρίς κουβέντες, μονάχα ματιές που λένε σιωπηλά ένα ξερό καλημέρα, καφέδες που ανταμώνουν από μακριά και τσιγάρα που διαδέχονται το ένα μετά το άλλο.

Φέρεται παράξενα τελευταία. Τα σώβρακα γίνανε φανταχτερά, φοράει γούνα καταμεσήμερο και ασυνήθιστα καπέλα κρύβουν τον ήλιο από το πρόσωπο του. Είναι μια σκοτεινή σκιά του εαυτού του και με τρομάζει. Νομίζω τρελάθηκε.

Τον βλέπω απέναντι, η μέρα βροχερή, αυτόν δεν τον νοιάζει. Καπνίζει πίπα αυτή την φορά, φαίνεται να είναι γυμνός. Βγήκα με τον καφέ στο μπαλκόνι να τον ανταμώσω, να δω καλύτερα.

Κάτι κρατάει στο χέρι του. Γυαλιστερό και ασημένιο, επικίνδυνο. Με περιεργάζεται έντονα, φαίνονται σκέψεις που δεν πρέπει να ακούσω. Πολύ περίεργος τύπος.

Ανεβάζει το χέρι του, το γυαλιστερό αντικείμενο με στοχεύει. Νομίζω κάνει πλάκα, πως είναι ψεύτικο. Γελάει. Είναι τρελός.

Μπαμ. Η πρώτη βολή με βρήκε στον ώμο. Πριν προλάβω να αντιδράσω και να καταλάβω τι συμβαίνει. Πριν προλάβω να συνειδητοποιήσω τα αίματα και την τελευταία εικόνα.

Μπαμ. Η δεύτερη βολή με βρήκε στην καρδιά.

Created by Diana Chemeris

Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 2016

ΕΦΗΒΙΚΟΣ


ΕΦΗΒΙΚΟΣ

Τον θυμάμαι ακόμα. Τότε ήμουν μικρή, τον γνώρισα στα ζωηρά χρόνια γεμάτα χαρά και ενθουσιασμό, στην αθωότητα της εφηβείας. Τον θυμάμαι, ερωτευμένος, ρομαντικός, αθώος, παιδί ακόμα, στα μάτια του ήμουν η πρώτη και μοναδική.  Μου έταζε αστέρια και λουλούδια. Πίστευε πως τίποτα δεν θα μας χώριζε, πως θα είμασταν για πάντα μαζί. Ο πρίγκιπας μου.

Μα έκανε λάθος. Τον πλήγωσα, χώρισα τους δρόμους της αμετάκλητης δέσμευσης, συνέχισα την ζωή μου, χωρίς εκείνον τον έρωτα που χρωστούσα πολλά. Ράγισα την λούτρινη καρδιά που μου χάρισε, ποδοπάτησα τα ραβασάκια γεμάτα ποιήματα, ξέχασα αστέρια και λουλούδια. Παρέμεινε μονάχα μια ανάμνηση, ενός αθώου έρωτα, στα χρόνια που ξεχάστηκαν και δεν μπορώ ξανά να ζήσω.

Βρεθήκαμε τυχαία. Κρατήσαμε επαφή, τον συναντούσα μία φορά στο τόσο. Μιλάγαμε για περασμένα, βλέπαμε πως άλλαξαν πολλά, περνάγαμε καλά. Σαν φίλοι, κρυφά θρηνούσαμε τα αισθήματα που θάψαμε βαθιά σε ένα κουτί με παιδικές αναμνήσεις. Κάθε χρόνο, η κοπέλα που ερωτεύτηκε, άλλαζε και απομακρυνόταν από εκείνη που γνώριζε εκείνος. Κάθε χρόνο, φάνταζε πιο ξένος, η εικόνα της αθωότητας αλλαγμένη. Κάθε χρόνο, συναντούσα έναν διαφορετικό άντρα, κάθε χρόνο μεγαλώναμε. Εκείνη η αγάπη δεν υπήρχε, μα οι συναντήσεις μας, ζωντάνευαν τις εικόνες που αφήσαμε να σβήσουν.

Δέκα χρόνια μετά, είμαι γυναίκα. Ώριμη να ξεχωρίσω ένα ξεμυάλισμα από την πραγματική αγάπη. έμπειρη να δω τα πράγματα ξεκάθαρα, ικανή να εκφράσω αισθήματα. Δέκα χρόνια μετά, εκείνος είναι  άντρας. Ώριμος να αποφασίζει, έμπειρος να κατακτήσει, ικανός να με αλλάξει.

Έτσι όταν τα χείλη μας συναντήθηκαν ξανά, τυχαία από μια μικρή απαίτηση, κάτω από ένα δέντρο που σήμαινε πολλά για μας. Άλλαξα. Η αίσθηση φούντωσε στο στήθος, θύμισε τα αθώα χρόνια που ως δια μαγείας επέστρεψαν στην επιφάνεια. Τα αισθήματα κραύγασαν για μια θέση στον κόσμο που τους ανήκει, ζήτησαν να επανέλθουν στην πραγματικότητα και να μην καταπνίγονται πια στην μνήμη της παιδικότητας. Κάθε φορά που τον φιλούσα, ανακάλυπτα κάτι που ξέχασα, κάτι που εκείνο το κοριτσάκι μέσα μου κρυφά αρνείται να  προδώσει. Ο μύθος της εφηβικής αγάπης ξύπνησε, σαν να μην πέρασαν ποτέ δέκα χρόνια.

Έτσι ξαφνικά, εκεί που πίστευα πως έσβησαν όλα. Έτσι ξαφνικά, η αγάπη που θυμόμουν μόνο από εφηβικά σκαλίσματα στο νυχτερινό κρεβάτι. Επανήλθε έντονη, αναζήτησε μια θέση στην καρδιά μου, προκάλεσε να την ξαναζήσω. Αισθήματα που δεν μας αφήνουν να χωρίσουμε, φιλιά που ανυψώνουν τις στιγμές μας. Τώρα είμαστε μαζί, ζούμε το παλιό μας παραμύθι, ο πρίγκιπας μου και η πριγκίπισσα του. Σαν δύο έφηβοι ξανά, ερωτευμένοι, μοιραζόμαστε υποσχέσεις με αστέρια και λουλούδια, ανταλλάζουμε λούτρινα και ραβασάκια, σαν να μην πέρασαν ποτέ δέκα χρόνια.


Created by Diana Chemeris