Τρίτη 18 Οκτωβρίου 2016

ΓΕΙΤΟΝΑΣ


ΓΕΙΤΟΝΑΣ

Τον παρακολουθώ συχνά, σχεδόν κάθε πρωί στην απέναντι πολυκατοικία. Παρατηρώ που κάθετε στο μπαλκόνι παρέα με καφέ και ένα σώβρακο, παράξενος άνθρωπος. Φοράει μαύρα γυαλιά, απολαμβάνει τον μεσημεριανό ήλιο ώρες, σαν να μην υπάρχει αύριο. Κάθε μέρα, την ίδια ώρα, είναι εκεί. Μονολογεί, χειρονομεί, τινάζεται. Νομίζω είναι λιγάκι τρελός.

Με παρακολουθεί συχνά. Όταν δεν κλείνω την κουρτίνα, νιώθω το βλέμμα του σταθερό πάνω μου. Παρακολουθεί τις κινήσεις μου όταν του το επιτρέπω, άλλες φορές κρύβομαι από την αδιακρισία του. Είναι νέος άντρας, σαν και εμένα, λιγάκι άξεστος και τεμπέλης. Φτιάξαμε κάποια είδος φιλίας, μυστικά χωρίς κουβέντες, μονάχα ματιές που λένε σιωπηλά ένα ξερό καλημέρα, καφέδες που ανταμώνουν από μακριά και τσιγάρα που διαδέχονται το ένα μετά το άλλο.

Φέρεται παράξενα τελευταία. Τα σώβρακα γίνανε φανταχτερά, φοράει γούνα καταμεσήμερο και ασυνήθιστα καπέλα κρύβουν τον ήλιο από το πρόσωπο του. Είναι μια σκοτεινή σκιά του εαυτού του και με τρομάζει. Νομίζω τρελάθηκε.

Τον βλέπω απέναντι, η μέρα βροχερή, αυτόν δεν τον νοιάζει. Καπνίζει πίπα αυτή την φορά, φαίνεται να είναι γυμνός. Βγήκα με τον καφέ στο μπαλκόνι να τον ανταμώσω, να δω καλύτερα.

Κάτι κρατάει στο χέρι του. Γυαλιστερό και ασημένιο, επικίνδυνο. Με περιεργάζεται έντονα, φαίνονται σκέψεις που δεν πρέπει να ακούσω. Πολύ περίεργος τύπος.

Ανεβάζει το χέρι του, το γυαλιστερό αντικείμενο με στοχεύει. Νομίζω κάνει πλάκα, πως είναι ψεύτικο. Γελάει. Είναι τρελός.

Μπαμ. Η πρώτη βολή με βρήκε στον ώμο. Πριν προλάβω να αντιδράσω και να καταλάβω τι συμβαίνει. Πριν προλάβω να συνειδητοποιήσω τα αίματα και την τελευταία εικόνα.

Μπαμ. Η δεύτερη βολή με βρήκε στην καρδιά.

Created by Diana Chemeris

Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 2016

ΕΦΗΒΙΚΟΣ


ΕΦΗΒΙΚΟΣ

Τον θυμάμαι ακόμα. Τότε ήμουν μικρή, τον γνώρισα στα ζωηρά χρόνια γεμάτα χαρά και ενθουσιασμό, στην αθωότητα της εφηβείας. Τον θυμάμαι, ερωτευμένος, ρομαντικός, αθώος, παιδί ακόμα, στα μάτια του ήμουν η πρώτη και μοναδική.  Μου έταζε αστέρια και λουλούδια. Πίστευε πως τίποτα δεν θα μας χώριζε, πως θα είμασταν για πάντα μαζί. Ο πρίγκιπας μου.

Μα έκανε λάθος. Τον πλήγωσα, χώρισα τους δρόμους της αμετάκλητης δέσμευσης, συνέχισα την ζωή μου, χωρίς εκείνον τον έρωτα που χρωστούσα πολλά. Ράγισα την λούτρινη καρδιά που μου χάρισε, ποδοπάτησα τα ραβασάκια γεμάτα ποιήματα, ξέχασα αστέρια και λουλούδια. Παρέμεινε μονάχα μια ανάμνηση, ενός αθώου έρωτα, στα χρόνια που ξεχάστηκαν και δεν μπορώ ξανά να ζήσω.

Βρεθήκαμε τυχαία. Κρατήσαμε επαφή, τον συναντούσα μία φορά στο τόσο. Μιλάγαμε για περασμένα, βλέπαμε πως άλλαξαν πολλά, περνάγαμε καλά. Σαν φίλοι, κρυφά θρηνούσαμε τα αισθήματα που θάψαμε βαθιά σε ένα κουτί με παιδικές αναμνήσεις. Κάθε χρόνο, η κοπέλα που ερωτεύτηκε, άλλαζε και απομακρυνόταν από εκείνη που γνώριζε εκείνος. Κάθε χρόνο, φάνταζε πιο ξένος, η εικόνα της αθωότητας αλλαγμένη. Κάθε χρόνο, συναντούσα έναν διαφορετικό άντρα, κάθε χρόνο μεγαλώναμε. Εκείνη η αγάπη δεν υπήρχε, μα οι συναντήσεις μας, ζωντάνευαν τις εικόνες που αφήσαμε να σβήσουν.

Δέκα χρόνια μετά, είμαι γυναίκα. Ώριμη να ξεχωρίσω ένα ξεμυάλισμα από την πραγματική αγάπη. έμπειρη να δω τα πράγματα ξεκάθαρα, ικανή να εκφράσω αισθήματα. Δέκα χρόνια μετά, εκείνος είναι  άντρας. Ώριμος να αποφασίζει, έμπειρος να κατακτήσει, ικανός να με αλλάξει.

Έτσι όταν τα χείλη μας συναντήθηκαν ξανά, τυχαία από μια μικρή απαίτηση, κάτω από ένα δέντρο που σήμαινε πολλά για μας. Άλλαξα. Η αίσθηση φούντωσε στο στήθος, θύμισε τα αθώα χρόνια που ως δια μαγείας επέστρεψαν στην επιφάνεια. Τα αισθήματα κραύγασαν για μια θέση στον κόσμο που τους ανήκει, ζήτησαν να επανέλθουν στην πραγματικότητα και να μην καταπνίγονται πια στην μνήμη της παιδικότητας. Κάθε φορά που τον φιλούσα, ανακάλυπτα κάτι που ξέχασα, κάτι που εκείνο το κοριτσάκι μέσα μου κρυφά αρνείται να  προδώσει. Ο μύθος της εφηβικής αγάπης ξύπνησε, σαν να μην πέρασαν ποτέ δέκα χρόνια.

Έτσι ξαφνικά, εκεί που πίστευα πως έσβησαν όλα. Έτσι ξαφνικά, η αγάπη που θυμόμουν μόνο από εφηβικά σκαλίσματα στο νυχτερινό κρεβάτι. Επανήλθε έντονη, αναζήτησε μια θέση στην καρδιά μου, προκάλεσε να την ξαναζήσω. Αισθήματα που δεν μας αφήνουν να χωρίσουμε, φιλιά που ανυψώνουν τις στιγμές μας. Τώρα είμαστε μαζί, ζούμε το παλιό μας παραμύθι, ο πρίγκιπας μου και η πριγκίπισσα του. Σαν δύο έφηβοι ξανά, ερωτευμένοι, μοιραζόμαστε υποσχέσεις με αστέρια και λουλούδια, ανταλλάζουμε λούτρινα και ραβασάκια, σαν να μην πέρασαν ποτέ δέκα χρόνια.


Created by Diana Chemeris

Τετάρτη 14 Σεπτεμβρίου 2016

ΠΟΙΟΣ


ΠΟΙΟΣ

Ο πραγματικός μου εαυτός. Κρύβω μυστικά, τα μάτια δύσκολα περιγράφουν την αλήθεια και η έκφραση διψάει να μιλήσει.

Ποιος? Η ερώτηση περιστρέφεται στο μυαλό μόλις συναντάω εκείνον. Ποιος είναι. Στο πρόσωπο του περιγράφεται μια ολόκληρη ζωή, εμπειρίες που καλά γνωρίζει και εγώ δεν μπορώ να φανταστώ. Εμπειρίες που δημιούργησαν μια προσωπικότητα αλλιώτικες από τις άλλες, καθώς η κάθε ιστορία περιγράφει σκηνές που νιώθει ζωντανός. Ποιος είσαι. Από πού έρχεσαι. Πού πας. Τι νόημα απέκτησες και ποιόν αγάπησες.

Όλοι κρύβουν ένα μυστικό. Το ζητούμενο είναι να καταλάβουμε ποιος. Ποιος είμαι. Τι ζητάω. Τι θέλω. Γνωρίζω τον πραγματικό μου εαυτό, ανάμεσα στις ανασφάλειες και τις φοβίες. Τον χειρότερο μου εαυτό. Μόλις απαντηθεί η ερώτηση, ξεκινάει η περιπέτεια. Αναζητάω τους άλλους, τους όμοιους μου. Και μόλις τους βρω, εκείνα τα μάτια μαρτυρούν πολλά. Ποιος είναι. Τι ζητάει. Τι θέλει.

Όλοι έχουν μια προσωπική ιστορία να διηγηθούν. Έζησαν, αγάπησαν και πέθαναν μέσα στην ψυχή τους. Όλοι κράτησαν επιθυμίες που μέθυσαν, σκέψεις που κατέστρεψαν. Και η ζωή συνεχίζεται. Αρκεί να ακούς. Η ανάγκη του ανθρώπου είναι να επικοινωνεί, να εξηγήσει, να δείξει. Διψάει για αναγνώριση, ψάχνει κάποιον σαν και αυτόν, να τον καταλάβει, να τον αποδεχτεί. Ψάχνει την αλήθεια. Αγωνίζεται ανάμεσα σε εμπόδια και δυσκολίες, ξεθάβει μυστικά ώστε να τα μοιραστεί. Μαζί σου.

Ποιος είσαι. Πες μου. Μην με φοβάσαι. Αν δεν μιλήσεις θα χαθείς. Σαν να μην υπήρξες, επειδή φοβήθηκες να χαρίσεις τον εαυτό σου. Θα τον χάσεις καθώς κρύβεσαι. Τόσο σημαντικά νομίζεις είναι όλα, στο τέλος καταλήγουμε μαζί, μακριά σαν ένα, εκεί που δεν ξεχωρίζουν οι άνθρωποι, μια μάζα. Κοντά σε έναν Θεό που δεν θυμάμαι. Ποιος είσαι, ποιος μιλάει για εσένα, τι θέλει να πει.

Μέσα στον λαβύρινθο, ψάχνω τον ανώτερο εαυτό, αποκωδικοποιώ τα κρυφά του λόγια, το μυαλό αφήνει σημάδια, μέχρι να αντιληφθώ τον απώτερο σκοπό. Τότε θα εξηγηθεί γιατί ήρθα, γιατί ζω, και τον σκοπό που θα πεθάνω. Στον στίβο της ζωής, τρέχω να προλάβω, να βγω νικητής.

Ίσως σε συναντήσω ανάμεσα, ίσως νικήσουμε μαζί. Ποιος είσαι.


Created by Diana Chemeris

Τετάρτη 31 Αυγούστου 2016

ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΜΟΥ


ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΜΟΥ

Καλοκαίρι. Μία από τις τέσσερις εποχές γεμάτη ανεμελιά και ζωντάνια, μια περίοδος που ξεδιψάει τόσους αγανακτισμένους ανθρώπους και επιστρέφει τα χαμένα νιάτα. Τέτοιες μέρες αγέρωχα αγγίζω τον ήλιο και τον γαλάζιο ουρανό, χωρίς την παραμικρή δυσκολία, γιατί τότε είναι που όλα σταματάνε. Οι υποχρεώσεις μπαίνουν στο μπαούλο και τα μυστικά καλύπτονται με άμμο. Ο ήλιος χαϊδεύει φιλικά την σάρκα καθώς το θαλασσόνερο ξεπλένει την ένταση του χειμώνα. Εκείνες τις μέρες, βρίσκω παλιούς φίλους και αγαπημένους, γράφω παραμύθια και εκπληρώνω ποθητές φαντασιώσεις.

Έτσι το φετινό καλοκαίρι αφιερώθηκε σε μένα. Έσβησα έγνοιες και σκέψεις. Δυσκολίες και δύστροπους ανθρώπους. Ήταν δικό μου, μοιρασμένο με άτομα που μπήκαν στο καράβι μαζί μου, με προορισμό τις τρελές κατακτήσεις των νησιών και την πορεία του φεγγαριού.

Καταλήξαμε σε ένα μέρος που πλήθη ζευγαριών κάναν έρωτα πριν από εμάς. Κάθε παραλία μια ανάμνηση μιας δυνατής αγάπης, τόσοι ερωτευμένοι άφησαν τα σημάδια τους. Ανακαλύψαμε επίγειους παραδείσους με οδηγό απόμερα μονοπάτια. Ξεχάσαμε πληγωμένες καρδιές και ερωτευτήκαμε την δύση του ηλίου. Το σώμα κάηκε ανάμεσα σε χρώματα του ουράνιου τόξου και τα χείλη ξεράθηκαν στο αλμυρό νερό.

Και κάπου εκεί γνώρισα εκείνον. Ήρθε απρόοπτα, σαν μια ευχή από κάποια ιστορία. Ένας άντρας που τόσες τουρίστριες ψάχνουν, ώστε να γεμίσει το καλοκαίρι αναμνήσεις και καυτές παραθαλάσσιες στιγμές. Αξέχαστος. Το ηλιοκαμένο κορμί έκανε εμφάνιση ανάμεσα στον ήλιο, το χαμόγελο του απέκλεισε τους άλλους, τα μάτια του έψαχναν τις φαντασιώσεις μου. Τα δυνατά του χέρια με κράτησαν στους δρόμους του νησιού και με κρύψανε στην αγκαλιά του κάθε βράδυ.

Έτσι ήρθε, σαν απαλό καλοκαιράκι που χάιδεψε τα μαλλιά μου με ένα φύσημα των ματιών του, ένα μυστικό που ανταλλάξαμε σιωπηλά ανάμεσα σε βογκητά. Ανακάλυψα την ζεστασιά του κάτω από τον ήλιο, με μια υπόσχεση να ξαναβρεθούμε. Στα σκοτάδια ιδρωμένη τον άγγιζα, καθώς το ρυθμικό λίκνισμα ορχήστρωνε τον άνεμο που επισκεπτόταν τις νύχτες. Τα πρωϊνά, τα φιλιά καλημερούσαν το σώμα και οι μέρες των διακοπών άρχιζαν ξανά με διαφορετικές στάσεις και προορισμούς.

Το καλοκαίρι τελείωσε, οι διακοπές σηματοδότησαν το τέλος τους. Το επεισόδιο γράφτηκε και το κύμα δεν ξεπλένει πια. Η βάρκα ψάρεψε όνειρα γραμμένα στην άμμο, και το φεγγάρι μαζεύτηκε τα βράδια. Έπρεπε να τον αποχωριστώ. Η εικόνα του έμεινε ανεξίτηλη ανάμνηση αυτού του καλοκαιριού που βρήκα όλους τους έρωτες μαζί.

Σε άφησα στο νησί. Συνάντηση το επόμενο καλοκαίρι.


Created by Diana Chemeris

Τρίτη 2 Αυγούστου 2016

ΨΕΥΤΗΣ


ΨΕΥΤΗΣ

Τι να της πω για να την πείσω. Ερωτηματικά με κοιτάζουν τα νωχελικά της μάτια. Θαμπωμένος στρέφω τα μάτια μου σε κάποιο σημείο του κορμιού της. Μόνο από κάποια μυστήρια φυλή κατάγεται η ύπαρξη της. Το τρόπαιο πρέπει να μπει στην συλλογή μου. Τι να της πω για να την πείσω?

Λέω πράγματα που δεν πιστεύω, δεν υπάρχουν. Μόνο και μόνο για να την πείσω. Εξυμνώ τον εαυτού μου, κρυμμένος πίσω από όμορφα λόγια και μια προσπάθεια. Συνεχίζω, με ιστορίες χαρούμενες, ερωτικές και θλιβερές. Παραμύθια. Μέχρι να διεισδύσω στο μυαλό της, παρακολουθώ αντιδράσεις, ώσπου να καταλάβω τι θέλει, τι ποθεί

Κρύβω την πραγματικότητα, την παραποιώ. Την παρουσιάζω όπως μου αρέσει, σε τόσους ανθρώπους. Μια ζωή ψεύτικη με αναληθή εικόνα. Εκεί ζώ θαμμένος, σκέφτομαι τρόπους μέχρι να τους πείσω, με σκοπό να καταφέρω αυτό που ποθεί το άπληστο μυαλό μου, ώσπου να ευχαριστήσω τον εγωισμό μου. Και συνεχίζω.

Υπάρχουν τρόποι πειθώ. Μια μικρή πλύση εγκεφάλου που κλέβει την νοημοσύνη. Ψέματα, λέξεις, προτάσεις μεγάλες και μικρές. Λίγο πιπέρι και αλάτι στην αλήθεια, λίγη φαντασία στην ζωή μου, λίγο κύρος στην προσωπικότητα μου. Υπόσχομαι, λεφτά, δώρα, συμφέρουσες προτάσεις. Προσφέρω, ασφάλεια, εμπιστοσύνη, φιλία. Μέχρι να βρω το σημείο που θα πείσω.

Τι να της πω για να την πείσω. Η ζωή φαντάζει ανιαρή, βαρετή. Μάχομαι σε έναν αγώνα για να προσδώσω κάποιο ενδιαφέρον, καθημερινά. Έζησα, πόθησα πολλά και κατάκτησα μερικά καπρίτσια. Και αυτό το πλάσμα τώρα, ταράζει τις φαντασιώσεις μου. Προβάλω τον εαυτό μου βασιλιά, αυτοκράτορα σε βασίλειο που δεν υπάρχει, μόνο και μόνο για να πειστεί.

Τώρα εκείνη με ακούει. Στριφογυρνάει μια μονάχα ερώτηση στην έκφραση της. Εννοώ αυτά που βγάζει το στόμα μου? Θα πραγματοποιήσω τις υποσχέσεις μου? Δεν χρειάζεται να ξέρει το μετά. Σημασία έχει να πετύχω αυτό που θέλω τώρα.

Τι να της πω για να την πείσω. Τι ψέμα να σκεφτώ, τι γεγονότα να πλάσω. Θέλω το βλέμμα της θα παραμείνει σταθερό επάνω μου, έστω για μια βραδιά. Θέλω να την γευτώ, να μου δοθεί. Την καλοπιάνω. Με έχει ανάγκη, δεν το βλέπει? Θα το δει, θα την πείσω. Θα με ψάξει, θα με χρειαστεί. Ψέμα στο ψέμα, υποκρίνομαι τον μέντορα, τον σοφό στην μπερδεμένη νεαρά που δεν ξέρει τι θέλει, δεν ξέρει που πάει. Υποβιβάζω τις γνώσεις της με σκοπό να αναδείξω την ανωτερότητα μου, με σκοπό να την μπερδέψω. Πρέπει να της δείξω, πρέπει να της πω, πρέπει να την πείσω.

Με κοιτάει καχύποπτα. Τι να της πω για να την πείσω. Ίσως στο ποτό κάτι της ρίξω, ώσπου στο κρεβάτι μου την λύσω.

Created by Diana Chemeris

Τετάρτη 29 Ιουνίου 2016

ΣΥΜΦΕΡΟΝ


ΣΥΜΦΕΡΟΝ

Σε περιμένω για καφέ, έχεις αργήσει. Δώσαμε ραντεβού εδώ και ώρα, μα εγώ ακόμα περιμένω, δεν φεύγω. Πάντα το κάνεις αυτό, με εκνευρίζει. Ποιος νομίζεις πως είσαι που με αφήνεις να περιμένω, για ποιον περνάς τον εαυτό σου.

Σε καλώ και δικαιολογείσαι. Ψέματα. Σε ξέρω καιρό. Με έχεις ανάγκη, το ξέρω. Η σχέση μας έγινε τυπική, οι κουβέντες μας χωρίς περιεχόμενο και ουσία. Κανονικά δεν ταιριάζουμε, δεν είμαστε ίδιοι άνθρωποι όπως τότε. Το βλέπω, το αναγνωρίζω.  Βλέπω το θέατρο που παίζεις, μα σε αφήνω να υποκρίνεσαι. Γιατί ξέρω, με έχεις ανάγκη.

Έφτασες. Βλέπω στο πρόσωπο σου πως δεν αγχώθηκες, ούτε μια στάλα ιδρώτα δεν χρωμάτισε το μέτωπο σου στον δρόμο σου. Δεν σου ήταν δύσκολο να με στήσεις, όπως όλες τις προηγούμενες φορές.

Φλυαρείς. Μα τι λες? Ακούς τον εαυτό σου? Είναι πράγματα αυτά που μου λες? Νομίζεις με ενδιαφέρουν? Από συμφέρον βρίσκεσαι απέναντι μου, μέσα σε αυτό μεγαλώσαμε. Λες λόγια επιφανειακά και πράγματα μόνο για να χαϊδέψουν τα αυτιά, μα δεν τα εννοείς. Ξέρεις πως κάνω αυτό που θέλεις, έχω κάνει τόσα για σένα. Ξέρεις, οι άνθρωποι αλλάζουν, μεγαλώνουν και ωριμάζουν. Μαθαίνουν. Καταλαβαίνουν, αναγνωρίζουν την αλήθεια της ψυχής που προσπαθείς να κρύψεις πίσω από κολακευτικά λόγια.

Περιφέρεις το βλέμμα σου με ενδιαφέρον. Σε ξέρω, σε ξέρω καιρό. Ξέρω πως φέρεσαι, και αυτή δεν είναι συμπεριφορά. Με παίρνεις τηλέφωνο μόνο όταν με χρειαστείς. Όταν σε ψάχνω εγώ, δυσκολεύομαι να σε βρω, μια στιγμή από τον χρόνο σου να χαρίσεις δεν μπορείς. Με απογοητεύεις, καταβάλεις προσπάθεια να με κάνεις να γελάσω. Δεν τα καταφέρνεις, σου χαρίζω εκείνο το ψεύτικο χαμόγελο που ψάχνεις. Έχω μάθει και εγώ να υποκρίνομαι.

Βλέπω τις σχέσεις γύρω μου που βασίζονται στο συμφέρον, έτσι κατέληξε και η δική μας. Θυμάμαι ακόμα τις συναντήσεις που γίναν στο παρελθόν, ήταν πραγματικές. Τότε που ακόμα δεν καταλαβαίναμε από ανθρώπους, τότε που δεν είχε μπει στην μέση το συμφέρον, η ψευτιά, η απληστία. Τότε που ακόμα ζούσαμε την στιγμή, όχι το υποτιθέμενο κέρδος. Χρωστάμε κάποια πράγματα εμείς, δεν ζήσαμε τυχαία μαζί. Δεν ειπώθηκαν όνειρα και φιλοδοξίες στο ίδιο τραπέζι που καθόμαστε εδώ και χρόνια, δεν χάθηκαν όπως το σύνολο των υποσχέσεων που δώσαμε στις περαστικές φιλίες.

Ξέρω από συμφέρον, το έχω νιώσει. Δεν δυσκολεύομαι να σε καταλάβω, μπήκα και εγώ στο παιχνίδι αυτό. Σε παρακαλώ όμως να μην με κοροϊδεύεις, μην μου το τρίβεις στην μούρη. Σταμάτα. Γιατί ξέρω, γιατί καταλαβαίνω, γιατί θα βοηθήσω.


Created by Diana Chemeris

Τετάρτη 15 Ιουνίου 2016

ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΟ


ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΟ

Στον ποταμό δίχως χαρά, οι ομιχλώδες ψυχές περιπλανιούνται ακόμα. Τις ακούω, ψιθυρίζουν στον Χάρο, παρακαλούν μια μεταφορά δίχως επιτυχία διότι κάποιος παρέλειψε να τοποθετήσει τον όβολο στο στόμα τους. Εγώ δεν έκανα λάθος, εγώ τον τοποθέτησα.

Οι ίδιες ψυχές στα νεκρά αυτά νερά, αντηχούν σιωπηλά το όνομα τους μέσα στην ομίχλη, με ένα θρόισμα των αποξηραμένων φύλλων. Ψάχνουν τις πύλες του Κάτω Κόσμου, όπως τις ψάχνω και εγώ, μα εγώ δεν πέθανα ακόμα.

Διασχίζω τον Αχέροντα ποταμό πάνω σε μια ξύλινη βάρκα, στην ίδια πορεία με τους νεκρούς, μιμούμενος τις κινήσεις του Βαρκάρη που μόλις τους παρέλαβε από τον Ερμή. Η νύχτα έγινε στερέωμα της μέρας, η ησυχία νεκρώδη γύρω μου, οι δοκιμασίες πλησιάζουν. Φτάνω στην σπηλιά του λόφου, διασχίζω τις πύλες. Με συναντάει ο ιερέας, κρυμμένος κάτω από μαύρη κουκούλα, ο δαυλός αποκαλύπτει τα παράξενα λευκά θολά μάτια που δεν αντικρίζουν τον ζωντανό κόσμο.

Σιγή. Στο σημείο αυτό φτάνουν προσκυνητές για μια τελευταία συνάντηση, μια τελευταία απάντηση, από έναν άνθρωπο που δεν δέχτηκαν να αφήσουν. Εγώ δέχτηκα να την αφήσω. Ένα τελευταίο αντίο δεν πρόλαβα να δώσω την μέρα που την ανακάλυψα νεκρή. Δεν τολμούσα ποτέ μια συνάντηση, ώσπου χρειάστηκα μια απάντηση.

Όστρακα, κουκιά, γάλα, μέλι. Η μοναδική τροφή των περασμένων μερών, κλειδωμένος στο μισοσκόταδο, η πραγματικότητα διαφεύγει την συνείδηση μου. Είμαι μόνος, ακούω φωνές από τους τοίχους, προσευχές και επικλήσεις σε θεούς που δεν θέλουν να βρίσκομαι εδώ. Πρέπει να την δω, πρέπει να μάθω.

Λουτρό, πεταμένες πέτρες, κάθαρση και εξαγνισμός. Άφησα πίσω μου την ουσία του αληθινού κόσμου, το κακό που υπάρχει έξω από τα ιερά αυτά τοίχοι, στο σπίτι του Άδη. Αναζητώ την στιγμή της συνάντησης. Περιμένω.

Ζαλισμένος, δεν κατανοώ πια. Η ζωή μαζί της ήταν ψέματα ή αλήθεια. Μου κάναν πλάκα οι θεοί, μου την πήρανε, με μάγεψαν οι ιερείς, όλα μια ψευδαίσθηση. Στην ζωή χωρίς σκοπό, με τιμωρό εκείνους, θεούς άσπλαχνους, θεούς οργισμένους. Τι έκανα για να το αξίζω. Γιατί την σκοτώσανε, γιατί τώρα χάθηκε εκείνος.

Ψάχνω την μορφή τους μήπως και τους δω, τους ρωτήσω. Αναμνήσεις ξετυλίγονται στον λαβύρινθο καθώς κατεβαίνω βαθύτερα στον Κάτω Κόσμο. Ποιος είναι δίπλα μου, ο ιερέας ή ο Άδης. Ναι, ζει εδώ. Η θύμηση της έντονη, η κραυγή επανέρχεται από την μέρα εκείνη που την βρήκα. Η Περσεφόνη τώρα κάνει παρέα στην γυναίκα που μου χάρισε εκείνον.

Κραυγές, ψίθυροι, που είναι ο Κέρβερος, που είναι οι νεκροί. Ρίχνω θυσίες στο ξερό άγονο χώμα προς τιμήν τους, με ελπίδα να μην μείνω εδώ. Ξέρουν πως είμαι θυμωμένος που μου την πήρανε, δεν μπορώ να κρυφτώ από τους θεούς. Μα ξέρω πως κάποια στιγμή θα επιστρέψω εδώ, δεν θα είμαι ζωντανός πια, θα τους γνωρίσω.

Κρατάω την αναπνοή μου, τη  περιμένω, την ακούω, βλέπω την αυλή σκιά της, χύνω το αίμα στο χώμα. Με αναγνωρίζει.

<<Πού είναι ο γιος μας.>> την ρωτάω. <<Είναι μαζί σου ή ακόμα ζωντανός.>>


Created by Diana Chemeris

Τρίτη 31 Μαΐου 2016

ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΑ


ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΑ

Στην χώρα μου έμαθα πως πρέπει να προστατεύομαι. Προστασία από τον ήλιο, τον άνεμο και τους άντρες. Οι βαριές ενδυμασίες καλύπτουν το δέρμα και τα μαντίλια το πρόσωπο. Είναι ατιμία να εμφανιστώ χωρίς αυτά, ασέβεια προς τις παραδόσεις. Δεν τολμώ να τα απαρνηθώ ή να παρανομήσω. Λόγω του χαριτωμένου λικνίσματος μου, τα μάτια των αντρών πέφτουν στους γοφούς μου.

Κανένας ποτέ δεν θαύμασε τις ανεξερεύνητες εκφράσεις του προσώπου μου, τα πυκνά μακριά μαύρα μαλλιά δίπλα από αυτό, και τις κρυφές καμπύλες του σώματος μου. Κανένας ποτέ δεν με γνώρισε πραγματικά.

Υποδουλωμένη σε νόμους αιώνων, η ενδυμασία κρύβει τα συναισθήματα, την δυστυχία, τον πόνο, τον θυμό. Μονάχα η σχισμή των ματιών μπορεί να μαρτυρήσει, για όσους κατανοούν. Για μένα οι μουσουλμανικές παραδόσεις του χωριού μου είναι κάτι φυσικό στην ζωή μου. Δεν γνωρίζω τις δυτικές χώρες, ούτε καν την ελευθερία τους μπορώ να φανταστώ, ένας τόπος τόσο μακρινός με τόσο διεφθαρμένο όνομα. Κρατιέμαι μακριά από τα φώτα και τους πειρασμούς που προξενεί ο εξωτερικός αυτός κόσμος, ο υπόλοιπος κόσμος.

Οι δραστηριότητες μου άγονται στις αγορές, την πρωινή βόλτα και το σπίτι των πατεράδων μου. Η καθημερινότητα μου παραμένει ίδια, η ζωή μιας νεαρής μουσουλμάνας στο χωριό. Φροντίζω την γριά μητέρα μου και συντηρώ το σπίτι με τα τρία μικρότερα μου αδέλφια, ενώ ο πατέρας κερδίζει το ψωμί στο τραπέζι μας.

Πέρασε καιρός από εκείνη την μέρα, θυμάμαι φλυαρούσα με μια παλιά φιλενάδα στην αγορά, η ώρα πέρασε χωρίς να το αντιληφθώ. Φοβούμενη τον θυμό του πατέρα μου στην πολύωρη απουσία μου, έσπευσα προς το σπίτι, ή ώρα απογευματινή.

Συνάντησα σε ένα στενό δρομάκι νεαρούς άντρες, το ενδιαφέρον στα μάτια τους πρόστυχο καθώς σφύριζαν προς το μέρος μου άπρεπες λέξεις. Φοβισμένη συνέχισα τον δρόμο μου χωρίς να τους κοιτάξω, ώσπου τα σφυρίγματα με ακολούθησαν. Καμία ανθρώπινη ύπαρξη δεν υπήρχε να με υπερασπιστεί.

Τρομαγμένη, έψαχνα διέξοδο στον κύκλο που σχημάτισαν γύρω μου. Εμπόδιο τα κοροϊδευτικά πρόσωπα τους, επικίνδυνα τα μάτια τους, στροβιλιζόμουν συγχυσμένη στις εναλλαγές άγνωστων προσώπων στην προσπάθεια μου να ξεφύγω. Τα χέρια τους πλησίαζαν προκλητικά την μακριά φούστα μου, ήμουν απροστάτευτη στον απειλητικό στεφάνι που δημιούργησαν.

Νόμιζα πως όλα τελείωσαν, η ήρεμη ψυχική ζωή, οι όμορφες στιγμές, η αγνότητα και η παρθενιά μου. Μοναδική ανάμνηση, ένας βιασμός. Ας με βοηθήσει ο Αλλάχ.

Μία οργισμένη αντρική φωνή πάγωσε την ταραγμένη μου όψη, δεν αναγνώριζα τις φωνές αν ήταν οι δικές μου οι κραυγές. Ένας από τους άντρες έπεσε ξυστά πάνω μου, τράπηκε σε φυγή. Στο βλέμμα τους συνάντησαν γροθιές, οι βιαστές χωρίς όνομα, απομακρύνθηκαν τρομαγμένοι από μια μονάχα φιγούρα που γύρισε επιτέλους να με δει. Παρέμεινε μονάχα αυτός, το πρόσωπο του κουρασμένο από την πάλη για την τιμή μου.

Ο άντρας που με έσωσε, έγινε ο άντρας μου.


Created by Diana Chemeris

Δευτέρα 16 Μαΐου 2016

ΜΥΣΤΙΚΟ


ΜΥΣΤΙΚΟ

Θες να μάθεις το μυστικό μου. Δεν σε ξέχασα, δεν μπόρεσα. Χάνω τα βράδια μου, αναρωτιέμαι, ήσουν πραγματικά εκεί ή απλά στην φαντασία μου, κόλπα που έπλασα μόνη μου. Με αποπλανείς, αισθάνομαι πως θες, κρυμμένος ανάμεσα σε όνειρα φτιαγμένα από λουλούδια.

Λίγος καιρός πέρασε, λίγος ο χρόνος να σε μάθω, να κατανοήσω την θολή σου εικόνα ολοκληρωμένη. Μια μέρα βρεθήκαμε τυχαία σαν δυο συνωμότες της μοίρας, καθρεφτίσαμε έναν οιωνό από κάτι ξεχασμένο, που και οι δύο οφείλαμε να ανακαλύψουμε.

Εσύ, έδωσες τον καλύτερο σου εαυτό για να μείνεις αποτυπωμένος. Με εκνεύρισες, με εξόργισες, μέχρι που γελοιοποιήθηκες, και όμως τα κατάφερες. Αυτή η κίνηση δεν φεύγει. Μένει, εκείνες τις ώρες, τις μέρας που δεν με απασχολεί τίποτε άλλο εκτός από εσένα, σαν εμμονή.

Ο εγωισμός κάλπασε, καβάλησε το άλογο της παραίσθησης των δυσάρεστων συναισθημάτων και τα ποδοπάτησε. Κρυμμένες επιθυμίες που ντρέπονται, καταπιεσμένες, χωρίς εξωτερίκευση, συναισθήματα χωρίς ανταπόκριση, κατηγορίες. Γυρίσαμε την πλάτη στα πράγματα που πραγματικά θέλουμε, στα λόγια που αποτυπώνουμε κάθε βράδυ στην φαντασία μας.

Μια ζωή που είχαμε, μια ζωή που χάσαμε, μια ζωή που θα μπορούσαμε να έχουμε και μια που θα φτιάξουμε. Ερωτήσεις, απαντήσεις. Όλα στο μυαλό, φράσεις, λέξεις, ψίθυροι, ακαταμάχητα από την γλώσσα στο κενό. Και συνέχεια σε σκέφτομαι, φαντάζομαι. Σκέψεις πονηρές, εικόνες φλογερές, φαντασιώσεις άσεμνες.

Όταν φωνάζεις την νεράιδα σου στο νυχτοκρέβατο σου, να την πάρεις αγκαλιά, να της μιλήσεις, μην ξεχνάς πως ξέρω. Δεσμεύτηκα σε αυτό που δημιουργήσαμε, υποσυνείδητα και ηθελημένα. Διάλεξα οτιδήποτε άλλο, τελικά επέλεξα εσένα. Ψευδαισθήσεις μιας νυκτός, της καθημερινής ζωής.

Σε εκείνες τις νύχτες σε φυλάκισα. Αυτό είναι το μυστικό μου. Δεν φεύγεις, μάταια, σαν να βρίσκεσαι κοντά μου. Θέλω να σε σβήσω με αναμνήσεις καινούριες, καταστάσεις ανούσιες. Μέχρι που επανέρχεσαι ξανά, πιο έντονα, και μένει η απορία. Ποιος είσαι.

Δεν ξεφεύγω από το μυαλό μου, δεν μπορώ. Θα πιστέψω, θα το ζήσω, θα τολμήσω, δεν θα ντραπώ. Θα ελευθερωθώ, θα χαθώ. Ύστερα γλυκά θα σε φιλήσω και θα σε σβήσω.


Created by Diana Chemeris

Πέμπτη 5 Μαΐου 2016

ΘΑΛΑΣΣΑ


ΘΑΛΑΣΣΑ

Κοιτάζω την θάλασσα και σε θυμάμαι. Στην θάλασσα σε γνώρισα, ένα καλοκαιράκι τόσο αθώο και νεανικό, που ακόμα να ξεχάσω. Σε παρόμοια κύματα καταλήξαμε, στις πρώτες μας λέξεις, στις πρώτες μας ματιές, με συντροφιά τον ήλιο. Παρόμοιες σκέψεις ανταλλάξαμε κάτω από το φως του φεγγαριού ενώ αντανακλούσε το λεπτό του στρώμα από ασήμι πάνω στα κύματα.

Στην ίδια αμμουδιά κάθε καλοκαίρι μοιραστήκαμε φιλιά, στιγμές πλημμυρισμένες από αγάπη, τα κορμιά μας παθιασμένα ακουμπισμένα πάνω στην άμμο, μπλεγμένα μέσα σε κόκκους χρυσού. Πάντα η θάλασσα σε θυμίζει. Στον βυθό της κρυφτήκαμε, όπως κρύψαμε τα πιο μυστικά γλυκόλογα ώσπου ο άνεμος τα ταξίδεψε μακριά. Οι πιο ερωτευμένες ματιές αποτυπώθηκαν στον φόντο της καυτερής φλόγας του ηλίου. Μέσα στα νερά κολυμπήσαμε, αφήσαμε πίσω μας τον ταλαιπωρημένο κόσμο, ξεχασμένο μπροστά στην γαλήνη της ουτοπίας που φτιάξαμε μαζί.

Δεν θα ξεχάσω εκείνη την θάλασσα, την τρομερή. Εκείνη την μέρα άφησες τα κύματα να σε παρασύρουν. Κολυμπούσες βαθιά, φαινόσουν τόσο κοντά στην στεριά που μπορούσα σχεδόν να σε αγγίξω, αγνάντευα το πέραν που ενώθηκε μαζί σου. Οι ακτίνες γέμισαν χαρούμενα τα χορτασμένα σώματα μας και η απαλή δροσιά ελευθέρωσε τα δεσμά του πραγματικού κόσμου.

Όταν ο ήλιος κρύφτηκε κάτω από τα βιαστικά γκρίζα σύννεφα, τίποτε δεν σταμάτησε τα κύματα από το παράπονο. Τίποτα δεν σε φόβισε.

Ξέρω πως αγαπούσες την θάλασσα, δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Δεν κατάλαβα ποτέ τι σου συνέβη, πως έκανες την θάλασσα σπίτι σου τελικά.

Αναγνώριζα την φωνή σου ανάμεσα στον θορυβώδη αέρα, αναγνώριζα το όνομα μου από τα χείλια σου σε ένδειξη βοήθειας. Πάλευες να απελευθερωθείς από μανιασμένα σχήματα νερού, τέρατα που επιτέθηκαν στην μόνη μου αγάπη. Οι υγροί δαίμονες με εμπόδιζαν, ο άνεμος με τράβαγε στην στεριά, ο ουρανός άφησε τα λυσσασμένα δάκρυα να με μαστιγώσουν, η νύχτα βύθισε την θάλασσα σε οργή. Δεν σε έφτανα. Συνέχεια απομακρυνόσουν βαθύτερα κοντά σε έναν θεό ξεχασμένο.

Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί συνέβη αυτό, γιατί η αγαπημένη θάλασσα σε πήρε μαζί της. Σε ψάχνω στα κύματα της από τότε, μαζί με τον αέρα την φωνή σου. Περιμένω μάταια την εμφάνιση μιας γοργόνας, αναδυόμενη από τις ξεχασμένες αναμνήσεις της θάλασσας, που βυθίστηκε βαθιά.


Created by Diana Chemeris

Πέμπτη 14 Απριλίου 2016

ΕΦΙΑΛΤΕΣ


ΕΦΙΑΛΤΕΣ

ΕΦΙΑΛΤΗΣ ΝΥΚΤΟΣ ΠΡΩΤΗΣ

Δεν είμαστε μόνοι. Περικυκλωμένοι από ανθρώπους άγνωστους σε γνωστές παρέες που δεν θυμάμαι. Πρόσωπα που έμειναν θολά στην βιασύνη του χρόνου. Καθόσουν δίπλα μου, φοβόσουν τα περίεργα βλέμματα που έσκιζαν την ψυχή σου. Περίμενες κάτι κακό, ήθελες να προστατευτείς. Δεν μπορούσες να μιλήσεις, μόνο έτρεμες. Έκρυβες το πρόσωπο σου από την δροσιά, την κάπνα και τα λόγια που μουρμούριζαν ακατονόμαστες μάσκες.

Δεν ήσουν πια κοντά μου, βρισκόσουν απέναντι μου, στο άλλο άκρο. Στεκόμασταν πάνω στον γκρεμό, διαφορετικούς, η απόσταση μας χώριζε, ανάμεσα μας το κενό, τίποτα δεν μας ένωνε. Αδυνατούσα να σε φτάσω, να σε πιάσω, να σε προστατέψω από τις παρέες που κάποτε γνωρίσαμε πίσω σου. Το ίδιο πλήθος πίσω μου, περίμενε το επόμενο μου βήμα, στο κενό.

ΕΦΙΑΛΤΗΣ ΝΥΚΤΟΣ ΔΕΥΤΕΡΗΣ

Ξανά μαζί. Σε ένα μέρος που ανακαλύφθηκε στα όνειρα μας, το νησί των ονείρων μας. Μας υποδέχτηκαν οι άνθρωποι της παράξενης χώρας με τα πλούσια φρούτα, τα ψηλά δέντρα, και τα κελαηδιστά ζώα. Ένας τόπος γαλήνης και φιλοξενίας, γεμάτο φιλικά πρόσωπα. Ένα όνειρο που έγινε πραγματικό, για μένα και για σένα.

Ώσπου.

Τρέχαμε, να ξεφύγουμε. Όλα σκοτείνιασαν, ο ουρανός σαν βαρύ μολύβι, τα δέντρα και τα φρούτα σάπισαν, τα ζώα έβγαζαν κραυγές. Οι φιλικοί άνθρωποι εμφάνισαν αιχμηρά δόντια πάνω στα παραλλαγμένα πρόσωπα τους και το σκοτεινιασμένο δέρμα δεν θύμιζε ανθρώπινο. Μας κυνηγούσαν για σκοπούς που τρομάζαμε να παραδεχτούμε, ώσπου βρεθήκαμε στην βάρκα της σκοτεινής θαλάσσης.

ΕΦΙΑΛΤΗΣ ΝΥΚΤΟΣ ΤΡΙΤΗΣ

Είμαι μόνος, δεν είσαι δίπλα μου. Ένα βαρύ κενό για το πρόσωπο που χάθηκε, το ψάχνω, δεν το αναγνωρίζω, δεν θυμάμαι. Μοναξιά και θλίψη στο μοναχικό μου κρεβάτι, ψάχνω κάποια ανάμνηση, κάποιο δείγμα πως ήσουν εκεί. Που πήγες, πήδησες από τον γκρεμό ή σε πιάσαν τελικά.

Είσαι δίπλα μου. Κουλουριάστηκα στην αγκαλιά σου και αποκοιμήθηκα. Είναι απλά εφιάλτες. Όλα θα πάνε καλά.


Created by Diana Chemeris

Τετάρτη 6 Απριλίου 2016

4 λεπτά - Παρουσίαση



4 λεπτά - Παρουσίαση


Οι Εκδόσεις Μολύβι και η συγγραφέας Νατάσσα Καραμανλή, παρουσιάζουν το βιβλίο <<4 λεπτά>>, την Κυριακή 10 Απριλίου 2016 στις 19.00 στο "Cafe Θέα/tro" Βασιλέως Γεωργίου 2 Α, Θεσσαλονίκη.

Το βιβλίο αποτελεί ένα συλλογικό έργο, βασισμένο στο ομώνυμο διαδικτυακό project της συγγραφέως Νατάσσας Καραμανλή.

Συμμετάσχει έργο της Diana Chemeris. 32 συγγραφείς μέσα από 32 ιστορίες, καλούνται να απαντήσουν στο ερώτημα <<πόση ζωή χωρά μέσα σε 4 λεπτά?>> Τέσσερα λεπτά, είναι 4 λεπτά ζωής.

Κάθε ιστορία στα <<4 λεπτά>> είναι και μια προσωπική αποτύπωση. Κάθε συγγραφέας είναι μια σχεδία ναυαγημένη στον ωκεανό του δικού του χρόνου. Και έχει μόνο τέσσερα λεπτά για να αντιδράσει. Να θυμηθεί, να κλάψει, να ερωτευτεί. Να ζήσει. Να σας αγγίξει.

Το βιβλίο παρουσιάζει ο συγγραφέας Θεόφιλος Γιαννόπουλος.
Διαβάζουν οι: Μυλόπουλος Νίκος και Δικμάνης Δημήτρης.

Θα μιλήσουν οι εκδότες Μάνος Αμπατζής και ο Ηλίας Ιορδανίδης

Το βιβλίο θα κυκλοφορήσει από τις Εκδόσεις Μολύβι στις 10 Απριλίου 2016, σε διάθεση από το e-shop του εκδοτικού οίκου

Δευτέρα 4 Απριλίου 2016

KONZERT


KONZERT

Φα. Φα. Φα. Ντο. Λα. Μι. Λατρεύω το κομμάτι που παίζω. Του αγαπημένου Μπαχ, φέρνει αναμνήσεις από πολύ παλιά. Μια μελωδία ανάκατη με συναισθήματα, γλυκές και ταυτόχρονα θλιβερές. Δύσκολη εμπειρία όταν ήμουν παιδί, ειδικά όταν δεν καταλάβαινε κανένας τι περνάω και τι θέλω να πω.

Σολ. Φα. Μι. Ρε. Ακόμα πιο δύσκολο να βρω την άκρη όταν έγινα ενήλικας, ακόμα πιο δύσκολο να με καταλάβουν οι μεγάλοι. Η ψυχή έμεινε παιδική, ανάμεσα στις συνθέσεις του Μπαχ και λοιπόν μουσικών. Η ψυχή μου αγκάλιασε την διπολικότητα του μυαλού μου και ανασυνθέτει συγχορδίες μαζί με τα μεγάλα ταλέντα, δημιουργώ μουσικές, ακούω τις δικές μου νότες. Τόσες υφέσεις και διέσεις. Κλειδιά του Σολ, του Φα και του Ντο.

Έχω σύντροφο που με αγαπάει. Με στηρίζει, είναι διαφορετικός από μένα, κανονικός, γνωρίζει για μένα και πήρε την ευθύνη. Είναι άντρας με ανάγκες σαν τους άλλους. Με αγαπάει, το βλέπω, γεμάτος υπομονή κάθετε και ακούει τον Μπαχ που παίζω.

Οι συνηθισμένες του δραστηριότητες δεν περιλαμβάνουν κάποια συναυλία ή κάποιο μάθημα πιάνου. Αντιθέτως, περιλαμβάνει μουσική από καφενεία και μάθημα τάβλι. Ο συνηθισμένος άντρας που με στηρίζει λέει πως με αγαπάει, αγαπάει και τις περαστικές γυναίκες στα καφενεία, ενώ πάντα επιστρέφει σε μένα.

Φα. Σολ. Λα. Σι. Λα. Σολ. Mezzo Forte, μετρίως δυνατά. Έτσι τον αγαπώ εγώ. Όσο πάει και δυναμώνει, δυναμώνει. Δυναμώνουν τα νεύρα, οι φωνές και οι νότες. Δεν αντέχω άλλο διέσεις και υφέσεις, ανεβοκατεβάσματα της μουσικής, όπως και της ερωτικής ζωής μου. Δεν αντέχω να ξέρω πως γυρνάει με άλλες, δεν αντέχω να γεμίζει φιλιά τις συνηθισμένες γυναίκες.

Δεν ξέρει από τρέλα, από παράνοια. Γυρνάει και αλλάζει το μυαλό απρόβλεπτα. Τον περίμενα ώρα με τον Μπαχ να παίζει μέσα στο κεφάλι μου, σαν εμμονή. Το διαπασών ανάμεσα στα δάχτυλα μου, λεπτό και μυτερό μεταλλικό, το πιάνο κουρδισμένο. Έφτασε και τα ψέματα συνέθεταν αγέρωχα μέσα στο στόμα του. Φα. Ρε. Ντο. Ρε.

Του επιτέθηκα. Τον μισούσα, του φώναζα. Οι νότες δυνατότερες μέσα στο κεφάλι μου, ανακατεμένα με τα ψέματα και τις κραυγές. Το διαπασών απειλητικό μέσα στο χέρι μου μπροστά στα μάτια του, με εκλιπαρούσε να μην το κάνω. Δεν θα κοιτάει άλλες γυναίκες εκτός από μένα. Ο Μπετόβεν ήταν κουφός.

Ντο. Σι. Λα. Σι. Ντο. Παίζω το αγαπημένο μου κομμάτι του Μπαχ. Αυτός ακούει από τον καναπέ. Οι νότες καλύπτουν τις θλιβερές υποκρούσεις τις φωνής του. Κάθεται φοβισμένα ήσυχος και ακούει, αυτήν την ικανότητα του άφησα. Είναι αργά πια για μετάνοιες. Δεν βλέπει, τα μάτια του τα έβγαλε το διαπασών, άφησε δυο κόκκινα κενά στην θέση τους. Ντο. Σι. Λα. Σι. Ντο.


Created by Diana Chemeris