Τετάρτη 31 Αυγούστου 2016

ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΜΟΥ


ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΜΟΥ

Καλοκαίρι. Μία από τις τέσσερις εποχές γεμάτη ανεμελιά και ζωντάνια, μια περίοδος που ξεδιψάει τόσους αγανακτισμένους ανθρώπους και επιστρέφει τα χαμένα νιάτα. Τέτοιες μέρες αγέρωχα αγγίζω τον ήλιο και τον γαλάζιο ουρανό, χωρίς την παραμικρή δυσκολία, γιατί τότε είναι που όλα σταματάνε. Οι υποχρεώσεις μπαίνουν στο μπαούλο και τα μυστικά καλύπτονται με άμμο. Ο ήλιος χαϊδεύει φιλικά την σάρκα καθώς το θαλασσόνερο ξεπλένει την ένταση του χειμώνα. Εκείνες τις μέρες, βρίσκω παλιούς φίλους και αγαπημένους, γράφω παραμύθια και εκπληρώνω ποθητές φαντασιώσεις.

Έτσι το φετινό καλοκαίρι αφιερώθηκε σε μένα. Έσβησα έγνοιες και σκέψεις. Δυσκολίες και δύστροπους ανθρώπους. Ήταν δικό μου, μοιρασμένο με άτομα που μπήκαν στο καράβι μαζί μου, με προορισμό τις τρελές κατακτήσεις των νησιών και την πορεία του φεγγαριού.

Καταλήξαμε σε ένα μέρος που πλήθη ζευγαριών κάναν έρωτα πριν από εμάς. Κάθε παραλία μια ανάμνηση μιας δυνατής αγάπης, τόσοι ερωτευμένοι άφησαν τα σημάδια τους. Ανακαλύψαμε επίγειους παραδείσους με οδηγό απόμερα μονοπάτια. Ξεχάσαμε πληγωμένες καρδιές και ερωτευτήκαμε την δύση του ηλίου. Το σώμα κάηκε ανάμεσα σε χρώματα του ουράνιου τόξου και τα χείλη ξεράθηκαν στο αλμυρό νερό.

Και κάπου εκεί γνώρισα εκείνον. Ήρθε απρόοπτα, σαν μια ευχή από κάποια ιστορία. Ένας άντρας που τόσες τουρίστριες ψάχνουν, ώστε να γεμίσει το καλοκαίρι αναμνήσεις και καυτές παραθαλάσσιες στιγμές. Αξέχαστος. Το ηλιοκαμένο κορμί έκανε εμφάνιση ανάμεσα στον ήλιο, το χαμόγελο του απέκλεισε τους άλλους, τα μάτια του έψαχναν τις φαντασιώσεις μου. Τα δυνατά του χέρια με κράτησαν στους δρόμους του νησιού και με κρύψανε στην αγκαλιά του κάθε βράδυ.

Έτσι ήρθε, σαν απαλό καλοκαιράκι που χάιδεψε τα μαλλιά μου με ένα φύσημα των ματιών του, ένα μυστικό που ανταλλάξαμε σιωπηλά ανάμεσα σε βογκητά. Ανακάλυψα την ζεστασιά του κάτω από τον ήλιο, με μια υπόσχεση να ξαναβρεθούμε. Στα σκοτάδια ιδρωμένη τον άγγιζα, καθώς το ρυθμικό λίκνισμα ορχήστρωνε τον άνεμο που επισκεπτόταν τις νύχτες. Τα πρωϊνά, τα φιλιά καλημερούσαν το σώμα και οι μέρες των διακοπών άρχιζαν ξανά με διαφορετικές στάσεις και προορισμούς.

Το καλοκαίρι τελείωσε, οι διακοπές σηματοδότησαν το τέλος τους. Το επεισόδιο γράφτηκε και το κύμα δεν ξεπλένει πια. Η βάρκα ψάρεψε όνειρα γραμμένα στην άμμο, και το φεγγάρι μαζεύτηκε τα βράδια. Έπρεπε να τον αποχωριστώ. Η εικόνα του έμεινε ανεξίτηλη ανάμνηση αυτού του καλοκαιριού που βρήκα όλους τους έρωτες μαζί.

Σε άφησα στο νησί. Συνάντηση το επόμενο καλοκαίρι.


Created by Diana Chemeris

Τρίτη 2 Αυγούστου 2016

ΨΕΥΤΗΣ


ΨΕΥΤΗΣ

Τι να της πω για να την πείσω. Ερωτηματικά με κοιτάζουν τα νωχελικά της μάτια. Θαμπωμένος στρέφω τα μάτια μου σε κάποιο σημείο του κορμιού της. Μόνο από κάποια μυστήρια φυλή κατάγεται η ύπαρξη της. Το τρόπαιο πρέπει να μπει στην συλλογή μου. Τι να της πω για να την πείσω?

Λέω πράγματα που δεν πιστεύω, δεν υπάρχουν. Μόνο και μόνο για να την πείσω. Εξυμνώ τον εαυτού μου, κρυμμένος πίσω από όμορφα λόγια και μια προσπάθεια. Συνεχίζω, με ιστορίες χαρούμενες, ερωτικές και θλιβερές. Παραμύθια. Μέχρι να διεισδύσω στο μυαλό της, παρακολουθώ αντιδράσεις, ώσπου να καταλάβω τι θέλει, τι ποθεί

Κρύβω την πραγματικότητα, την παραποιώ. Την παρουσιάζω όπως μου αρέσει, σε τόσους ανθρώπους. Μια ζωή ψεύτικη με αναληθή εικόνα. Εκεί ζώ θαμμένος, σκέφτομαι τρόπους μέχρι να τους πείσω, με σκοπό να καταφέρω αυτό που ποθεί το άπληστο μυαλό μου, ώσπου να ευχαριστήσω τον εγωισμό μου. Και συνεχίζω.

Υπάρχουν τρόποι πειθώ. Μια μικρή πλύση εγκεφάλου που κλέβει την νοημοσύνη. Ψέματα, λέξεις, προτάσεις μεγάλες και μικρές. Λίγο πιπέρι και αλάτι στην αλήθεια, λίγη φαντασία στην ζωή μου, λίγο κύρος στην προσωπικότητα μου. Υπόσχομαι, λεφτά, δώρα, συμφέρουσες προτάσεις. Προσφέρω, ασφάλεια, εμπιστοσύνη, φιλία. Μέχρι να βρω το σημείο που θα πείσω.

Τι να της πω για να την πείσω. Η ζωή φαντάζει ανιαρή, βαρετή. Μάχομαι σε έναν αγώνα για να προσδώσω κάποιο ενδιαφέρον, καθημερινά. Έζησα, πόθησα πολλά και κατάκτησα μερικά καπρίτσια. Και αυτό το πλάσμα τώρα, ταράζει τις φαντασιώσεις μου. Προβάλω τον εαυτό μου βασιλιά, αυτοκράτορα σε βασίλειο που δεν υπάρχει, μόνο και μόνο για να πειστεί.

Τώρα εκείνη με ακούει. Στριφογυρνάει μια μονάχα ερώτηση στην έκφραση της. Εννοώ αυτά που βγάζει το στόμα μου? Θα πραγματοποιήσω τις υποσχέσεις μου? Δεν χρειάζεται να ξέρει το μετά. Σημασία έχει να πετύχω αυτό που θέλω τώρα.

Τι να της πω για να την πείσω. Τι ψέμα να σκεφτώ, τι γεγονότα να πλάσω. Θέλω το βλέμμα της θα παραμείνει σταθερό επάνω μου, έστω για μια βραδιά. Θέλω να την γευτώ, να μου δοθεί. Την καλοπιάνω. Με έχει ανάγκη, δεν το βλέπει? Θα το δει, θα την πείσω. Θα με ψάξει, θα με χρειαστεί. Ψέμα στο ψέμα, υποκρίνομαι τον μέντορα, τον σοφό στην μπερδεμένη νεαρά που δεν ξέρει τι θέλει, δεν ξέρει που πάει. Υποβιβάζω τις γνώσεις της με σκοπό να αναδείξω την ανωτερότητα μου, με σκοπό να την μπερδέψω. Πρέπει να της δείξω, πρέπει να της πω, πρέπει να την πείσω.

Με κοιτάει καχύποπτα. Τι να της πω για να την πείσω. Ίσως στο ποτό κάτι της ρίξω, ώσπου στο κρεβάτι μου την λύσω.

Created by Diana Chemeris

Τετάρτη 29 Ιουνίου 2016

ΣΥΜΦΕΡΟΝ


ΣΥΜΦΕΡΟΝ

Σε περιμένω για καφέ, έχεις αργήσει. Δώσαμε ραντεβού εδώ και ώρα, μα εγώ ακόμα περιμένω, δεν φεύγω. Πάντα το κάνεις αυτό, με εκνευρίζει. Ποιος νομίζεις πως είσαι που με αφήνεις να περιμένω, για ποιον περνάς τον εαυτό σου.

Σε καλώ και δικαιολογείσαι. Ψέματα. Σε ξέρω καιρό. Με έχεις ανάγκη, το ξέρω. Η σχέση μας έγινε τυπική, οι κουβέντες μας χωρίς περιεχόμενο και ουσία. Κανονικά δεν ταιριάζουμε, δεν είμαστε ίδιοι άνθρωποι όπως τότε. Το βλέπω, το αναγνωρίζω.  Βλέπω το θέατρο που παίζεις, μα σε αφήνω να υποκρίνεσαι. Γιατί ξέρω, με έχεις ανάγκη.

Έφτασες. Βλέπω στο πρόσωπο σου πως δεν αγχώθηκες, ούτε μια στάλα ιδρώτα δεν χρωμάτισε το μέτωπο σου στον δρόμο σου. Δεν σου ήταν δύσκολο να με στήσεις, όπως όλες τις προηγούμενες φορές.

Φλυαρείς. Μα τι λες? Ακούς τον εαυτό σου? Είναι πράγματα αυτά που μου λες? Νομίζεις με ενδιαφέρουν? Από συμφέρον βρίσκεσαι απέναντι μου, μέσα σε αυτό μεγαλώσαμε. Λες λόγια επιφανειακά και πράγματα μόνο για να χαϊδέψουν τα αυτιά, μα δεν τα εννοείς. Ξέρεις πως κάνω αυτό που θέλεις, έχω κάνει τόσα για σένα. Ξέρεις, οι άνθρωποι αλλάζουν, μεγαλώνουν και ωριμάζουν. Μαθαίνουν. Καταλαβαίνουν, αναγνωρίζουν την αλήθεια της ψυχής που προσπαθείς να κρύψεις πίσω από κολακευτικά λόγια.

Περιφέρεις το βλέμμα σου με ενδιαφέρον. Σε ξέρω, σε ξέρω καιρό. Ξέρω πως φέρεσαι, και αυτή δεν είναι συμπεριφορά. Με παίρνεις τηλέφωνο μόνο όταν με χρειαστείς. Όταν σε ψάχνω εγώ, δυσκολεύομαι να σε βρω, μια στιγμή από τον χρόνο σου να χαρίσεις δεν μπορείς. Με απογοητεύεις, καταβάλεις προσπάθεια να με κάνεις να γελάσω. Δεν τα καταφέρνεις, σου χαρίζω εκείνο το ψεύτικο χαμόγελο που ψάχνεις. Έχω μάθει και εγώ να υποκρίνομαι.

Βλέπω τις σχέσεις γύρω μου που βασίζονται στο συμφέρον, έτσι κατέληξε και η δική μας. Θυμάμαι ακόμα τις συναντήσεις που γίναν στο παρελθόν, ήταν πραγματικές. Τότε που ακόμα δεν καταλαβαίναμε από ανθρώπους, τότε που δεν είχε μπει στην μέση το συμφέρον, η ψευτιά, η απληστία. Τότε που ακόμα ζούσαμε την στιγμή, όχι το υποτιθέμενο κέρδος. Χρωστάμε κάποια πράγματα εμείς, δεν ζήσαμε τυχαία μαζί. Δεν ειπώθηκαν όνειρα και φιλοδοξίες στο ίδιο τραπέζι που καθόμαστε εδώ και χρόνια, δεν χάθηκαν όπως το σύνολο των υποσχέσεων που δώσαμε στις περαστικές φιλίες.

Ξέρω από συμφέρον, το έχω νιώσει. Δεν δυσκολεύομαι να σε καταλάβω, μπήκα και εγώ στο παιχνίδι αυτό. Σε παρακαλώ όμως να μην με κοροϊδεύεις, μην μου το τρίβεις στην μούρη. Σταμάτα. Γιατί ξέρω, γιατί καταλαβαίνω, γιατί θα βοηθήσω.


Created by Diana Chemeris

Τετάρτη 15 Ιουνίου 2016

ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΟ


ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΟ

Στον ποταμό δίχως χαρά, οι ομιχλώδες ψυχές περιπλανιούνται ακόμα. Τις ακούω, ψιθυρίζουν στον Χάρο, παρακαλούν μια μεταφορά δίχως επιτυχία διότι κάποιος παρέλειψε να τοποθετήσει τον όβολο στο στόμα τους. Εγώ δεν έκανα λάθος, εγώ τον τοποθέτησα.

Οι ίδιες ψυχές στα νεκρά αυτά νερά, αντηχούν σιωπηλά το όνομα τους μέσα στην ομίχλη, με ένα θρόισμα των αποξηραμένων φύλλων. Ψάχνουν τις πύλες του Κάτω Κόσμου, όπως τις ψάχνω και εγώ, μα εγώ δεν πέθανα ακόμα.

Διασχίζω τον Αχέροντα ποταμό πάνω σε μια ξύλινη βάρκα, στην ίδια πορεία με τους νεκρούς, μιμούμενος τις κινήσεις του Βαρκάρη που μόλις τους παρέλαβε από τον Ερμή. Η νύχτα έγινε στερέωμα της μέρας, η ησυχία νεκρώδη γύρω μου, οι δοκιμασίες πλησιάζουν. Φτάνω στην σπηλιά του λόφου, διασχίζω τις πύλες. Με συναντάει ο ιερέας, κρυμμένος κάτω από μαύρη κουκούλα, ο δαυλός αποκαλύπτει τα παράξενα λευκά θολά μάτια που δεν αντικρίζουν τον ζωντανό κόσμο.

Σιγή. Στο σημείο αυτό φτάνουν προσκυνητές για μια τελευταία συνάντηση, μια τελευταία απάντηση, από έναν άνθρωπο που δεν δέχτηκαν να αφήσουν. Εγώ δέχτηκα να την αφήσω. Ένα τελευταίο αντίο δεν πρόλαβα να δώσω την μέρα που την ανακάλυψα νεκρή. Δεν τολμούσα ποτέ μια συνάντηση, ώσπου χρειάστηκα μια απάντηση.

Όστρακα, κουκιά, γάλα, μέλι. Η μοναδική τροφή των περασμένων μερών, κλειδωμένος στο μισοσκόταδο, η πραγματικότητα διαφεύγει την συνείδηση μου. Είμαι μόνος, ακούω φωνές από τους τοίχους, προσευχές και επικλήσεις σε θεούς που δεν θέλουν να βρίσκομαι εδώ. Πρέπει να την δω, πρέπει να μάθω.

Λουτρό, πεταμένες πέτρες, κάθαρση και εξαγνισμός. Άφησα πίσω μου την ουσία του αληθινού κόσμου, το κακό που υπάρχει έξω από τα ιερά αυτά τοίχοι, στο σπίτι του Άδη. Αναζητώ την στιγμή της συνάντησης. Περιμένω.

Ζαλισμένος, δεν κατανοώ πια. Η ζωή μαζί της ήταν ψέματα ή αλήθεια. Μου κάναν πλάκα οι θεοί, μου την πήρανε, με μάγεψαν οι ιερείς, όλα μια ψευδαίσθηση. Στην ζωή χωρίς σκοπό, με τιμωρό εκείνους, θεούς άσπλαχνους, θεούς οργισμένους. Τι έκανα για να το αξίζω. Γιατί την σκοτώσανε, γιατί τώρα χάθηκε εκείνος.

Ψάχνω την μορφή τους μήπως και τους δω, τους ρωτήσω. Αναμνήσεις ξετυλίγονται στον λαβύρινθο καθώς κατεβαίνω βαθύτερα στον Κάτω Κόσμο. Ποιος είναι δίπλα μου, ο ιερέας ή ο Άδης. Ναι, ζει εδώ. Η θύμηση της έντονη, η κραυγή επανέρχεται από την μέρα εκείνη που την βρήκα. Η Περσεφόνη τώρα κάνει παρέα στην γυναίκα που μου χάρισε εκείνον.

Κραυγές, ψίθυροι, που είναι ο Κέρβερος, που είναι οι νεκροί. Ρίχνω θυσίες στο ξερό άγονο χώμα προς τιμήν τους, με ελπίδα να μην μείνω εδώ. Ξέρουν πως είμαι θυμωμένος που μου την πήρανε, δεν μπορώ να κρυφτώ από τους θεούς. Μα ξέρω πως κάποια στιγμή θα επιστρέψω εδώ, δεν θα είμαι ζωντανός πια, θα τους γνωρίσω.

Κρατάω την αναπνοή μου, τη  περιμένω, την ακούω, βλέπω την αυλή σκιά της, χύνω το αίμα στο χώμα. Με αναγνωρίζει.

<<Πού είναι ο γιος μας.>> την ρωτάω. <<Είναι μαζί σου ή ακόμα ζωντανός.>>


Created by Diana Chemeris

Τρίτη 31 Μαΐου 2016

ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΑ


ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΑ

Στην χώρα μου έμαθα πως πρέπει να προστατεύομαι. Προστασία από τον ήλιο, τον άνεμο και τους άντρες. Οι βαριές ενδυμασίες καλύπτουν το δέρμα και τα μαντίλια το πρόσωπο. Είναι ατιμία να εμφανιστώ χωρίς αυτά, ασέβεια προς τις παραδόσεις. Δεν τολμώ να τα απαρνηθώ ή να παρανομήσω. Λόγω του χαριτωμένου λικνίσματος μου, τα μάτια των αντρών πέφτουν στους γοφούς μου.

Κανένας ποτέ δεν θαύμασε τις ανεξερεύνητες εκφράσεις του προσώπου μου, τα πυκνά μακριά μαύρα μαλλιά δίπλα από αυτό, και τις κρυφές καμπύλες του σώματος μου. Κανένας ποτέ δεν με γνώρισε πραγματικά.

Υποδουλωμένη σε νόμους αιώνων, η ενδυμασία κρύβει τα συναισθήματα, την δυστυχία, τον πόνο, τον θυμό. Μονάχα η σχισμή των ματιών μπορεί να μαρτυρήσει, για όσους κατανοούν. Για μένα οι μουσουλμανικές παραδόσεις του χωριού μου είναι κάτι φυσικό στην ζωή μου. Δεν γνωρίζω τις δυτικές χώρες, ούτε καν την ελευθερία τους μπορώ να φανταστώ, ένας τόπος τόσο μακρινός με τόσο διεφθαρμένο όνομα. Κρατιέμαι μακριά από τα φώτα και τους πειρασμούς που προξενεί ο εξωτερικός αυτός κόσμος, ο υπόλοιπος κόσμος.

Οι δραστηριότητες μου άγονται στις αγορές, την πρωινή βόλτα και το σπίτι των πατεράδων μου. Η καθημερινότητα μου παραμένει ίδια, η ζωή μιας νεαρής μουσουλμάνας στο χωριό. Φροντίζω την γριά μητέρα μου και συντηρώ το σπίτι με τα τρία μικρότερα μου αδέλφια, ενώ ο πατέρας κερδίζει το ψωμί στο τραπέζι μας.

Πέρασε καιρός από εκείνη την μέρα, θυμάμαι φλυαρούσα με μια παλιά φιλενάδα στην αγορά, η ώρα πέρασε χωρίς να το αντιληφθώ. Φοβούμενη τον θυμό του πατέρα μου στην πολύωρη απουσία μου, έσπευσα προς το σπίτι, ή ώρα απογευματινή.

Συνάντησα σε ένα στενό δρομάκι νεαρούς άντρες, το ενδιαφέρον στα μάτια τους πρόστυχο καθώς σφύριζαν προς το μέρος μου άπρεπες λέξεις. Φοβισμένη συνέχισα τον δρόμο μου χωρίς να τους κοιτάξω, ώσπου τα σφυρίγματα με ακολούθησαν. Καμία ανθρώπινη ύπαρξη δεν υπήρχε να με υπερασπιστεί.

Τρομαγμένη, έψαχνα διέξοδο στον κύκλο που σχημάτισαν γύρω μου. Εμπόδιο τα κοροϊδευτικά πρόσωπα τους, επικίνδυνα τα μάτια τους, στροβιλιζόμουν συγχυσμένη στις εναλλαγές άγνωστων προσώπων στην προσπάθεια μου να ξεφύγω. Τα χέρια τους πλησίαζαν προκλητικά την μακριά φούστα μου, ήμουν απροστάτευτη στον απειλητικό στεφάνι που δημιούργησαν.

Νόμιζα πως όλα τελείωσαν, η ήρεμη ψυχική ζωή, οι όμορφες στιγμές, η αγνότητα και η παρθενιά μου. Μοναδική ανάμνηση, ένας βιασμός. Ας με βοηθήσει ο Αλλάχ.

Μία οργισμένη αντρική φωνή πάγωσε την ταραγμένη μου όψη, δεν αναγνώριζα τις φωνές αν ήταν οι δικές μου οι κραυγές. Ένας από τους άντρες έπεσε ξυστά πάνω μου, τράπηκε σε φυγή. Στο βλέμμα τους συνάντησαν γροθιές, οι βιαστές χωρίς όνομα, απομακρύνθηκαν τρομαγμένοι από μια μονάχα φιγούρα που γύρισε επιτέλους να με δει. Παρέμεινε μονάχα αυτός, το πρόσωπο του κουρασμένο από την πάλη για την τιμή μου.

Ο άντρας που με έσωσε, έγινε ο άντρας μου.


Created by Diana Chemeris

Δευτέρα 16 Μαΐου 2016

ΜΥΣΤΙΚΟ


ΜΥΣΤΙΚΟ

Θες να μάθεις το μυστικό μου. Δεν σε ξέχασα, δεν μπόρεσα. Χάνω τα βράδια μου, αναρωτιέμαι, ήσουν πραγματικά εκεί ή απλά στην φαντασία μου, κόλπα που έπλασα μόνη μου. Με αποπλανείς, αισθάνομαι πως θες, κρυμμένος ανάμεσα σε όνειρα φτιαγμένα από λουλούδια.

Λίγος καιρός πέρασε, λίγος ο χρόνος να σε μάθω, να κατανοήσω την θολή σου εικόνα ολοκληρωμένη. Μια μέρα βρεθήκαμε τυχαία σαν δυο συνωμότες της μοίρας, καθρεφτίσαμε έναν οιωνό από κάτι ξεχασμένο, που και οι δύο οφείλαμε να ανακαλύψουμε.

Εσύ, έδωσες τον καλύτερο σου εαυτό για να μείνεις αποτυπωμένος. Με εκνεύρισες, με εξόργισες, μέχρι που γελοιοποιήθηκες, και όμως τα κατάφερες. Αυτή η κίνηση δεν φεύγει. Μένει, εκείνες τις ώρες, τις μέρας που δεν με απασχολεί τίποτε άλλο εκτός από εσένα, σαν εμμονή.

Ο εγωισμός κάλπασε, καβάλησε το άλογο της παραίσθησης των δυσάρεστων συναισθημάτων και τα ποδοπάτησε. Κρυμμένες επιθυμίες που ντρέπονται, καταπιεσμένες, χωρίς εξωτερίκευση, συναισθήματα χωρίς ανταπόκριση, κατηγορίες. Γυρίσαμε την πλάτη στα πράγματα που πραγματικά θέλουμε, στα λόγια που αποτυπώνουμε κάθε βράδυ στην φαντασία μας.

Μια ζωή που είχαμε, μια ζωή που χάσαμε, μια ζωή που θα μπορούσαμε να έχουμε και μια που θα φτιάξουμε. Ερωτήσεις, απαντήσεις. Όλα στο μυαλό, φράσεις, λέξεις, ψίθυροι, ακαταμάχητα από την γλώσσα στο κενό. Και συνέχεια σε σκέφτομαι, φαντάζομαι. Σκέψεις πονηρές, εικόνες φλογερές, φαντασιώσεις άσεμνες.

Όταν φωνάζεις την νεράιδα σου στο νυχτοκρέβατο σου, να την πάρεις αγκαλιά, να της μιλήσεις, μην ξεχνάς πως ξέρω. Δεσμεύτηκα σε αυτό που δημιουργήσαμε, υποσυνείδητα και ηθελημένα. Διάλεξα οτιδήποτε άλλο, τελικά επέλεξα εσένα. Ψευδαισθήσεις μιας νυκτός, της καθημερινής ζωής.

Σε εκείνες τις νύχτες σε φυλάκισα. Αυτό είναι το μυστικό μου. Δεν φεύγεις, μάταια, σαν να βρίσκεσαι κοντά μου. Θέλω να σε σβήσω με αναμνήσεις καινούριες, καταστάσεις ανούσιες. Μέχρι που επανέρχεσαι ξανά, πιο έντονα, και μένει η απορία. Ποιος είσαι.

Δεν ξεφεύγω από το μυαλό μου, δεν μπορώ. Θα πιστέψω, θα το ζήσω, θα τολμήσω, δεν θα ντραπώ. Θα ελευθερωθώ, θα χαθώ. Ύστερα γλυκά θα σε φιλήσω και θα σε σβήσω.


Created by Diana Chemeris

Πέμπτη 5 Μαΐου 2016

ΘΑΛΑΣΣΑ


ΘΑΛΑΣΣΑ

Κοιτάζω την θάλασσα και σε θυμάμαι. Στην θάλασσα σε γνώρισα, ένα καλοκαιράκι τόσο αθώο και νεανικό, που ακόμα να ξεχάσω. Σε παρόμοια κύματα καταλήξαμε, στις πρώτες μας λέξεις, στις πρώτες μας ματιές, με συντροφιά τον ήλιο. Παρόμοιες σκέψεις ανταλλάξαμε κάτω από το φως του φεγγαριού ενώ αντανακλούσε το λεπτό του στρώμα από ασήμι πάνω στα κύματα.

Στην ίδια αμμουδιά κάθε καλοκαίρι μοιραστήκαμε φιλιά, στιγμές πλημμυρισμένες από αγάπη, τα κορμιά μας παθιασμένα ακουμπισμένα πάνω στην άμμο, μπλεγμένα μέσα σε κόκκους χρυσού. Πάντα η θάλασσα σε θυμίζει. Στον βυθό της κρυφτήκαμε, όπως κρύψαμε τα πιο μυστικά γλυκόλογα ώσπου ο άνεμος τα ταξίδεψε μακριά. Οι πιο ερωτευμένες ματιές αποτυπώθηκαν στον φόντο της καυτερής φλόγας του ηλίου. Μέσα στα νερά κολυμπήσαμε, αφήσαμε πίσω μας τον ταλαιπωρημένο κόσμο, ξεχασμένο μπροστά στην γαλήνη της ουτοπίας που φτιάξαμε μαζί.

Δεν θα ξεχάσω εκείνη την θάλασσα, την τρομερή. Εκείνη την μέρα άφησες τα κύματα να σε παρασύρουν. Κολυμπούσες βαθιά, φαινόσουν τόσο κοντά στην στεριά που μπορούσα σχεδόν να σε αγγίξω, αγνάντευα το πέραν που ενώθηκε μαζί σου. Οι ακτίνες γέμισαν χαρούμενα τα χορτασμένα σώματα μας και η απαλή δροσιά ελευθέρωσε τα δεσμά του πραγματικού κόσμου.

Όταν ο ήλιος κρύφτηκε κάτω από τα βιαστικά γκρίζα σύννεφα, τίποτε δεν σταμάτησε τα κύματα από το παράπονο. Τίποτα δεν σε φόβισε.

Ξέρω πως αγαπούσες την θάλασσα, δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Δεν κατάλαβα ποτέ τι σου συνέβη, πως έκανες την θάλασσα σπίτι σου τελικά.

Αναγνώριζα την φωνή σου ανάμεσα στον θορυβώδη αέρα, αναγνώριζα το όνομα μου από τα χείλια σου σε ένδειξη βοήθειας. Πάλευες να απελευθερωθείς από μανιασμένα σχήματα νερού, τέρατα που επιτέθηκαν στην μόνη μου αγάπη. Οι υγροί δαίμονες με εμπόδιζαν, ο άνεμος με τράβαγε στην στεριά, ο ουρανός άφησε τα λυσσασμένα δάκρυα να με μαστιγώσουν, η νύχτα βύθισε την θάλασσα σε οργή. Δεν σε έφτανα. Συνέχεια απομακρυνόσουν βαθύτερα κοντά σε έναν θεό ξεχασμένο.

Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί συνέβη αυτό, γιατί η αγαπημένη θάλασσα σε πήρε μαζί της. Σε ψάχνω στα κύματα της από τότε, μαζί με τον αέρα την φωνή σου. Περιμένω μάταια την εμφάνιση μιας γοργόνας, αναδυόμενη από τις ξεχασμένες αναμνήσεις της θάλασσας, που βυθίστηκε βαθιά.


Created by Diana Chemeris