Παρασκευή 13 Νοεμβρίου 2015

ΘΛΙΜΜΕΝΑ ΜΑΤΙΑ


ΘΛΙΜΜΕΝΑ ΜΑΤΙΑ

Δεν ξέρω πώς να το ονομάσω. Αστρική προβολή, Ταντρική ένωση ή απλά Όνειρο. Όνειρα ανεξήγητα, τα αισθάνομαι αληθινά. Συναισθήματα, σκέψεις που θέλω να πω, αιωρούνται στο κενό και ποτίζουν τον χώρο. Το άτομο απέναντι μου, το νιώθω. Τα δικά του συναισθήματα, πράγματα που θέλει να πει, πράγματα που θέλω να ακούσω, συνδέονται με την δική μου ύπαρξη. Μια μυστική ένωση ψυχών. Δεν ξέρω πώς να το πω. Σύνδεση ή παραίσθηση.

Όλος ο κόσμος ονειρεύεται, όλοι έχουν ένα μυστικό κόσμο που πάνε, όταν κοιμηθούν. Άλλοι λένε πως οι κρυφές επιθυμίες, γίνονται αληθινές. Άλλοι μιλάνε για πρόβλεψη ενός γεγονότος ή μιας κατάστασης. Άλλοι συναντάνε κάποιον νεκρό, ή και ζωντανό. Άλλοι έχουν πετύχει να χειραγωγούν τα όνειρα τους, κάνουν ότι θέλουν και συναντάνε όποιον θέλουν.

Από τότε που γνώρισα εκείνον, τα όνειρα μου με αναστατώνουν. Έχει μια παράξενη επιρροή πάνω μου αυτός ο άντρας. Όταν βρισκόμαστε μαζί, επικρατεί μια σύγχυση στα συναισθήματα μου. Με επηρεάζει το άγγιγμα του, το βλέμμα του. Με επηρεάζουν τα φιλιά του, ακόμα και τα λόγια του. Η ατμόσφαιρα ηλεκτρίζεται, οι ενέργειες μας μπερδεύονται, γίνονται οικίες. Αφήνω τον εαυτό μου ελεύθερο, η ψυχή μου αγκαλιάζει την δική του, τον αγαπάει. Τα δέχομαι όλα, χωρίς αναστολές. Δένομαι μαζί του, τον ερωτεύομαι.

Άρχισα να βλέπω όνειρα, με πρωταγωνιστή εκείνον. Όνειρα γεμάτα έρωτα και ακατάλληλες σκηνές. Τα αισθήματα ταντρικά, απόκρυφες αισθήσεις, εισχωρούσαν έντονα μέσα στην σάρκα, και στο μεγαλείο της ψυχής. Κρυφές επιθυμίες και λέξεις, που γίνονται αληθινές, μέσα στο μυστικό κόσμο των ονείρων. Καταστάσεις που φαίνονται τόσο αληθινές, που ξυπνάω με ένα πικρό χαμόγελο που δεν ήταν αληθινό, και μια κρυφή χαρά εκπλήρωσης και ευχαρίστησης.

Τα όνειρα άλλαξαν, έγιναν προειδοποιήσεις, επιμένοντας πως κάτι συμβαίνει. Και αυτός, έχει αλλάξει απέναντι μου, δεν είναι όπως στην αρχή.

Το βλέμμα του αποτραβιέται συχνά από το δικό μου, το άγγιγμα του, διστακτικό. Με αποφεύγει, βρίσκει δικαιολογίες για να μην με δει, διαφορετικά πράγματα τον αποσπάνε από μένα. Η διαίσθηση μου, λέει πως κάτι δεν πάει καλά, τα πράγματα θα αλλάξουν. Δεν ήθελα να το δεχτώ, κρατιόμουν δυνατά μέσα στα όνειρα μου, της παραίσθησης που είχα φτιάξει. Αυτό με πονούσε βαθιά, και ούτε στα όνειρα μου δεν μπορούσα να αποφύγω την αλήθεια πια.

Βρέθηκα απέναντι του, έκρυβα το βλέμμα μου, με κοιτούσε ερευνητικά.

<<Έχεις θλιμμένα μάτια>> τόνισε.

Τον κοίταξα στα μάτια, με κρυμμένα δάκρυα που κράταγα καιρό.

Ξύπνησα, νιώθοντας τον δίπλα μου, άλλα δεν βρισκόταν πουθενά. Τα μάτια μου θλιμμένα, έψαχναν να ξεχωρίσουν την πραγματικότητα από το όνειρο που ζούσα.

Λίγη ώρα πέρασε όταν πήρε τηλέφωνο.

<<Σε είδα στο όνειρο μου.>> είπε προβληματισμένος.

<<Τι είδες.>>  με κομμένη την ανάσα. περίμενα να ακούσω την απόδειξη.

<<Είχες θλιμμένα μάτια.>> τόνισε ξανά.

Παύση ακολούθησε, μια στιγμή για να σιγουρευτώ πως δεν ονειρεύομαι. Ήξερα πως ήταν αλήθεια, ήξερα πως τον συνάντησα μέσα στο όνειρο μου. Τον ήθελα τόσο, που η ψυχή μου περιπλανιόταν στο αστρικό πεδίο, και τον έψαχνε, να του δώσει ένα μήνυμα. Ο αστρικός μου εαυτός, αυτός που ζει μέσα από μένα, στα όνειρα μου, και με ξέρει καλύτερα από τον καθένα, έψαχνε μια απάντηση.

<<Έχω θλιμμένα μάτια.>> απάντησα, και με θλιμμένη την καρδιά, έκλεισα το τηλέφωνο.


Created by Diana Chemeris

Τρίτη 10 Νοεμβρίου 2015

Η ΑΠΟ ΠΑΝΩ


Η ΑΠΟ ΠΑΝΩ

Με λένε Δώρα και ζω σε αυτό το σπίτι περίπου δύο χρόνια, στο ισόγειο. Η αυλή είναι δικιά μου. Εδώ μεγαλώνω τον γιο μου, μόλις μπήκε στα δέκα του. Είναι έξυπνο παιδί, και κάνει όλα τα μαθήματα του αμέσως μετά το σχολείο, του το επιβάλω.

Οι γείτονες με ξέρουν, φροντίζω πάντα να τους μιλάω, στους ηλικιωμένους και στους νέους. Κάνω παρέα με την Κική, που μένει δίπλα. Τα παιδιά μας πάνε στο ίδιο σχολείο και έχουν την ίδια ηλικία, έτσι παίζουν κάποια απογεύματα μαζί. Εμείς ανταλλάζουμε κάποιο τσάι ή καφέ στις κουζίνες μας και μιλάμε για τα παιδιά μας. Σχολιάζουμε όμως και την γειτονιά.

Η γειτονιά δεν είναι ήσυχο μέρος. Όταν γίνετε κάποιος καυγάς μέσα στο νοικοκυριό, οι τοίχοι είναι λεπτοί για να απομονώσουν την φασαρία. Έτσι, ακούμε κάποιους σοβαρούς τσακωμούς και γνωρίζουμε τα προβλήματα του κάθε νοικοκυριού. Λεφτά, παιδιά, δουλειά, προβλήματα, όλα τα μαθαίνουμε.

Άθελα μας το αφτί μας ακούει τα πάντα, δεν το επιδιώκουμε. Νέες γυναίκες είμαστε, με πολλές υποχρεώσεις και οικογένεια, δεν βρίσκουμε πολλές ευκαιρίες για ψυχαγωγία.

Η τελευταία ενόχληση είναι από αυτήν που μόλις μετακόμισε από πάνω μου. Νέα γυναίκα, μόνη, όμορφη. Την γνώρισα με έναν καφέ στο χέρι όταν πρωτοήρθε, περνούσε μπροστά από την αυλή μου. Μου φάνηκε πρόσχαρο άτομο στην αρχή, ίσως και μια πιθανή φίλη.

Οι προσδοκίες μου διαψεύστηκαν όταν αυτή με προσπερνούσε κάθε φορά που με συναντούσε, και μου χάριζε πάρα ένα τυπικό και ψυχρό χαιρετισμό.

Αυτές τις τυπικές εκφράσεις δεν τις μοιράζει στους άντρες που φέρνει μέσα στο σπίτι της. Ακούω τα βογκητά της από το μπαλκόνι της, που βρίσκετε ακριβώς από πάνω μου. Αναστεναγμοί και κραυγές. Αντρικές φωνές γεμάτες υποσχέσεις, οποιαδήποτε ώρα της ημέρας.

Έχω το παιδί, δεν μπορώ να το αφήνω να την ακούει. Την έχω προειδοποιήσει με σημειώματα πάνω στην πόρτα της, άλλα αυτή συνεχίζει να με αγνοεί. Είμαι και εγώ νέα γυναίκα, θα μπορούσα να κάνω και εγώ όλη την φασαρία που κάνει, έχω και εγώ ορμές. Άλλα δεν το κάνω. Έχω καιρό να βρεθώ με άντρα.

Όλο αυτό με κατέτρωγε, με εξόργιζε.

Σαν πρόκληση από τον Θεό, μια σύμπτωση. Πέρασε από μπροστά μου μια μέρα, η νεαρά σκανδαλιάρα γυναίκα, κρατώντας μια μικρή σακούλα σκουπιδιών. Ο αέρας φύσηξε και ένας μπόγος χρυσαφένιων μαλλιών έφτασε κοντά στα πόδια μου, τα δικά της.

Το σήκωσα και το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα ήταν να το κάψω, αντιθέτως το έκρυψα μέσα στο βιβλίο που διάβαζα.

Έχω ένα βιβλίο που μιλάει για αυτά, κληρονομιά της τσιγγάνας προγιαγιάς μου. Πήγα στην σελίδα που ήθελα, και άρχισα να διαβάζω τις οδηγίες. Μάζεψα άχυρα σταριού από ένα άδειο οικόπεδο κοντά στην γειτονιά, τα έπλεξα μεταξύ τους. Τα στερέωσα με ξυλάκια, από ένα σετ παιχνιδιών κατασκευής του γιου μου. Έκρυψα μέσα στο κέντρο, τον χρυσαφένιο μπόγο μαλλιών της από πάνω. Το έραψα με ένα παλιό κουρέλι που είχα, και έφτιαξα ένα κουκλάκι.

Έκανα την τελετή που χρειάστηκε για να το βαφτίσω, να το μαγέψω. Το γέμισα με λόγια μίσους και πινέζες. Το άφησα κάτω από το μπαλκόνι της, μέσα σε έναν κρυφό σωλήνα που έχω πρόσβαση, δεν θα το βρει ποτέ.

Λίγος καιρός χρειάστηκε για να δω τον θρίαμβο μου. Τα χρυσαφένια της μαλλιά δεν γυάλιζαν όπως παλιά. Το προκλητικό βλέμμα στο πρόσωπο της έσβησε. Οι επισκέψεις των αντρών σταμάτησαν. Αντί για βογκητά και αναστεναγμούς, ο μόνος θόρυβος που άκουγα, ήταν τα κλάματα της.


Created by Diana Chemeris

Πέμπτη 5 Νοεμβρίου 2015

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ ΜΙΑΣ ΣΟΥΛΤΑΝΑΣ


ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ ΜΙΑΣ ΣΟΥΛΤΑΝΑΣ

Πάει καιρός που βρίσκομαι εδώ, μέσα σε αυτό το παλάτι, ανάμεσα στους ψηλούς διακοσμημένος τρούλους, το χρυσό, τους πολύτιμους λίθους, και τα μεταξένια υφάσματα. Μέσα σε αυτό το επίσημο δωμάτιο, που προορίζεται για μένα, έχω τα δώμα μου, τα πολύχρωμα υφάσματα και τα γυαλιστερά διαμαντένια κοσμήματα. Κάθε μέρα ντύνομαι με διαφορετικό μετάξι, που πέφτει απαλό πάνω στο καλλίγραμμο κορμί μου, κάθε μέρα τα κοσμήματα που κοσμούν τα χέρια μου, τα πόδια μου, την κοιλιά μου και το στήθος μου αλλάζουν.

Ήμουν νέα όταν έφτασα εδώ. Δεκαπέντε χρονών και ακόμα παρθένα, με κόκκινα από την έξαψη μάγουλα και ατίθασο βλέμμα. Οι γονείς μου με έφεραν, μιλάγανε για μια καλύτερη ζωή. Ήμουν μία από τις εφτά κόρες τους, δεν μπορούσαν να μας συντηρήσουν όλες. Η ομορφιά φάνηκε από τα πρώτα βήματα μου στην ζωή, έτσι σφράγισε η μοίρα από νωρίς την απόφαση τους να με στείλουν στον σουλτάνο.

Μπήκα ένα κοριτσάκι, και έγινα γυναίκα. Οι άλλες γυναίκες του σουλτάνου σφράγισαν μια κρυφή συμφωνία να μην αποκαλύψουν τίποτε, μια συμφωνία που κρατάει καιρό, για όλες τις νεοφερμένες. Τότε, μικρή ακόμα, δεν έβλεπα την ειρωνεία της κατάστασης, τα θλιβερά τους μάτια, ούτε άκουγα τα βράδια το τραγούδι της απόγνωσης τους. Ήταν καλά κρυμμένο, το κοινό μυστικό που τώρα γνωρίζω και εγώ.

Μπήκα αμέσως για εκπαίδευση, μουσική, ποίηση, χορός, ιστορία. Εκπαιδεύτηκα να εκφράζω ευχάριστα συναισθήματα και να φέρομαι, κοινωνικά και σεξουαλικά. Τον σουλτάνο δεν τον είχα δει, άλλα ήξερα πως με ετοίμαζαν για αυτόν.

Την μέρα που με παρουσίασαν μπροστά του, έμεινα υπνωτισμένη κάτω από το επίμονο βλέμμα των μαύρων ματιών του, την μαυρισμένη χρυσαφένια σάρκα και το βασιλικό καλλίγραμμο ανάστημα του. Την θέση της αφέλειας ενός κοριτσιού πήρε η προσμονή να γίνω δική του, να τον ευχαριστήσω, να διώξω το κοριτσάκι και να τον αγαπήσω σαν γυναίκα.

Πάθος και φιλοδοξία ρίζωσαν μέσα μου. Ήθελα να τον κατακτήσω. Ήθελα να τον κάνω δικό μου. Ήθελα να γίνω η γυναίκα του, η μοναδική. Να ανέβω δίπλα στον θρόνο, να γίνω η βασίλισσα του. Με έβαλε σε ιδιωτικά διαμερίσματα, δίπλα στο παλάτι του, κοντά του. Μακριά από τις άλλες γυναίκες, ήταν καιρό χωρίς την συντροφιά τους και τις είχε ξεχασμένες, έτσι ήταν η σειρά μου να τον διεκδικήσω. Καμία δεν τον έκανε να νιώθει όπως εγώ, καμιά δεν ένιωσε το ζεστό του χάδι όπως εγώ. Ο σουλτάνος μου, ο βασιλιάς μου, ο Μαχαραγιάς μου.

Με έκανε διαφορετική γυναίκα. Έζησα τον έρωτα μαζί του, τον πόθο, την επιθυμία. Μου έμαθε τα μυστικά του σώματος και της ψυχής. Μόνο ο σουλτάνος μπορούσε να με κάνει να αισθανθώ έτσι, να μάθω πράγματα που δεν ήξερα καν πως υπάρχουν. Πράγματα που σπάνια αποκαλύπτονται στους κοινούς θνητούς, πράγματα που δεν είναι όλοι τυχεροί να ζήσουν. Μόνο ο βασιλιάς μου, μου πρόσφερε αυτό το πολύτιμο δώρο, της αληθινής αγάπης.

Το σφραγισμένο μυστικό που κρατούσαν οι σουλτάνες, με συνάντησε μια μέρα. Τα πάντα γκρεμίστηκαν. Με διαταγή του σουλτάνου, γύρισα πίσω στο χαρέμι. Οι σουλτάνες με κοιτούσαν με ειρωνεία, και είδα το ψέμα που φτιάχτηκε γύρω μου, να καταρρέει. Αυτός κατάφερε να με κατακτήσει, όχι εγώ. Και ο επίμονος κατακτητής αποφασίζει να συνεχίσει το ταξίδι του, να κατακτήσει άλλες ηπείρους, άλλες γυναίκες.

Έχουν περάσει χρόνια από τότε που γύρισα στο Δωμάτιο των Λουλουδιών, μαζί με τις άλλες τριακόσιες σουλτάνες. Έχουμε τα πάντα, άλλα όχι αυτόν. Οι σουλτάνες αλλάζουν, έρχονται καινούριες, όλο και πιο νέες, όλες με την σειρά τους, ζούνε την ίδια ιστορία με τον σεΐχη, και επιστρέφουν στο χαρέμι με ραγισμένη την καρδιά. Κάποιες μαζεύουν τα κομμάτια τους μόνες τους, άλλες βρίσκουν την κατάλληλη συντροφιά, την φίλη που θα ικανοποιεί τις ανάγκες τους.

Προσπαθούμε να ευχαριστήσουμε η μία την άλλη, άλλα πάντα στα κρυφά. Όσες πιάνονται, τις εκτελούν.  Άλλος άντρας δεν μπορεί να απλώσει τα μάτια του πάνω μας, δεν επιτρέπετε να μας κοιτάζουν. Ανάμεσα σε τόσες γυναίκες μας λείπει η αντρική συντροφιά, το αντρικό χάδι, η αντρική ικανοποίηση. Παρά μόνο οι ευνούχοι βρίσκονται κοντά μας, όλοι μουγκοί, μας προσέχουν ανάμεσα στις σκιερές γωνίες του χαρεμιού. Ξέρουν πως αν δοκιμάσουν να κάνουν οτιδήποτε, θα τους κόψουν και τα χέρια.

Πάνω στα μαλακά μεταξένια σκεπάσματα, τρώγοντας σταφύλια και πίνοντας σερμπέτι. Καπνίζω έναν χρυσό ναργιλέ γεμάτο όπιο. Χάνω μέρα με την μέρα, χρόνο με τον χρόνο την φρεσκάδα μου, την συνείδηση του χρόνου. Μέσα στο χρυσό κελί μου, μέσα στο σύννεφο οπίου, ξαναζώ τις ευτυχισμένες στιγμές μαζί του. Απελευθερώνω τις σεξουαλικές μου καταπιέσεις και ζώ φαντασιώσεις που είναι σφραγισμένες μέσα στο μυαλό μου. Χάνομαι στο παραμύθι με πρωταγωνιστή τον σουλτάνο μου, περιμένοντας να επιστρέψει σε μένα, άλλα γνωρίζω καλά, πως έγινα μια ακόμη παλλακίδα.


Created by Diana Chemeris

Δευτέρα 2 Νοεμβρίου 2015

ΤΟ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΜΠΑΛΚΟΝΙ


ΤΟ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΜΠΑΛΚΟΝΙ

Μένω πολύ καιρό σε αυτό το διαμέρισμα, είναι ο προσωπικός μου χώρος, ο ιερός μου χώρος. Συνήθως μαζεύω τους φίλους μου για καμία μπύρα, να παρακολουθήσουμε κάποιον αγώνα ή απλά για να αράξουμε. Το διαμέρισμα μου έχει γίνει σημείο συνάντησης με τους κατεργάρηδες αδελφούς εν ζωή, όπως λέμε συνήθως μεταξύ μας.

Δεν θα έλεγα πως είμαι ιδιαίτερα ωραίος, το κελεπούρι που λένε. Αν και αδύνατος, δεν είμαι αρκετά γυμνασμένος. Ούτε το ύψος μου ανταποκρίνεται στα θέλω των περισσότερων γυναικών. Όλες οι γυναίκες που είχα στην ζωή μου δεν ξεπερνούσαν το 1, 65 σε ύψος.  Έχω συνηθισμένο πρόσωπο, μελαχρινά μαλλιά, μελαχρινά μάτια, δεν ξεχωρίζω από τους υπόλοιπους Έλληνες.

Όταν βρίσκομαι μόνος μου στο διαμέρισμα, σκοτώνω την ώρα με κάνα βιντεοπαιχνίδι ή βλέπω καμιά ταινία. Κάποιες φορές παρακολουθώ εκείνη.

Βρίσκομαι στον δεύτερο, το μπαλκόνι μου συναντάει το απέναντι διαμέρισμα, η απόσταση είναι σχετικά μικρή. Έτσι είναι εύκολο να βλέπω τους γείτονες, όταν τα παντζούρια και τα παράθυρά τους είναι ανοιχτά.

Εκείνη μένει στον πρώτο. Κάποιες φορές κάθομαι στο ψάθινο σκαμνάκι, έξω στο μικρό μπαλκόνι μου, πίνω καφέ, παριστάνω πως διαβάζω ή σκέφτομαι. Παρακολουθώ όμως πάντα εκείνη, όταν περνάει από το σαλόνι της, όταν κάθεται στον καναπέ της ή όταν βγαίνει στο μπαλκόνι της να τεντωθεί. Ίσως να με έχει καταλάβει, ίσως και να της αρέσει που την κοιτάω. Μένει μόνη της, αν και δεν έχουμε γνωριστεί ποτέ, ξέρω τις ώρες που ξυπνάει, τις ώρες που φεύγει από το σπίτι, τις ώρες που ξεκουράζεται.

Δεν είμαι ο τύπος των αντρών που θα πρόσεχε, και δεν είμαι ο τύπος που θα της την πέσει. Ψηλή, με αναλογίες μοντέλου, πυκνά μαύρα μαλλιά με έξυπνο έντονο βλέμμα. Κάποιες φορές αυτό το βλέμμα με παρατηρεί, μετά με αποφεύγει. Νομίζω το χρώμα των ματιών της πρέπει να είναι καστανό ή μελί, από τέτοια απόσταση πού να καταλάβω. Πρέπει να έχει βραδινή δουλειά, σε κάποιο μπαρ ή κλαμπ που δεν έχω ανακαλύψει ακόμα. Κλείνει τα παντζούρια κάθε βράδυ στις δέκα, στο σπίτι δεν κουνιέται φύλλο μετά από εκείνη την ώρα, και ξαναφαίνεται κίνηση στις πέντε ή έξι η ώρα το πρωί. Φως βγαίνει μέσα από τις σχισμές των κλειστών παντζουριών, άλλες φορές τα ανοίγει και βγαίνει για ένα πρωινό τσιγάρο πριν πέσει για ύπνο.

Προσπαθώ να είμαι διακριτικός εκείνες τις ώρες, μην την τρομάξω, κρύβομαι πίσω από τις κουρτίνες αν τυχαίνει να είμαι ξύπνιος. Εκείνες τις ώρες έχω την απόλαυση να την βλέπω ήρεμη με σκεπτικό βλέμμα, στο πρόσωπο της να γυρνάει η ταινία της βραδιάς που μόλις πέρασε, απορροφημένο για να προσέξει το απέναντι μπαλκόνι.

Τα μεσημέρια ξυπνάει γύρω στις δύο με τρεις. Αρκετές φορές έχω την απόλαυση να την βλέπω να περιφέρεται στο διαμέρισμα της με την μικροσκοπική πιτζάμα της και τα ανακατεμένα μαλλιά. Δεν θα κρύψω πως με ερεθίζει να την βλέπω.

Δεν είμαι ματάκιας, ούτε κανένας περίεργος. Ποιος φυσιολογικός άντρας δεν θα έκανε το ίδιο, αν βρισκόταν στην θέση μου. Έχει γίνει κάτι σαν απαγορευμένη φαντασίωση, σαν αναγκαία απόλαυση, κρυφή καψούρα ίσως. Κρυμμένος ή φανερά, παρακολουθώ τις κινήσεις του σώματος της, τα μαλλιά της που χορεύουνε γύρω από τους ώμους της, και το έξυπνο βλέμμα χαμένο στα δικά του ενδιαφέροντα. Στην σκέψη πως το ξέρει και της αρέσει, διεγείρομαι.

Οι δραστηριότητες αυτές άλλαξαν πριν λίγο καιρό, μπορεί κάτι να συμβαίνει. Δεν ανοίγει τα παντζούρια τόσο συχνά πια, κάποιες φορές ακούω φωνές, φωνές σε ένα τηλέφωνο. Οι ώρες που βγαίνει από το σπίτι άλλαξαν, άλλες φορές μπορεί να μην γυρίσει και άλλες φορές το φως μπορεί να μείνει ανοιχτό όλη την νύχτα με τα παντζούρια κλειστά. Τις λίγες φορές που κατάφερα να την πετύχω, φαίνεται στεναχωρημένη, λυπημένη, προβληματισμένη.

Δεν έδωσα σημασία, απλώς ξενέρωσα μαζί της, θα ήθελα να συνέχιζε το κρυφό παιχνίδι που υιοθετήσαμε μεταξύ μας τόσο καιρό. Σαν να μου λέει πως χρειάζεται ένα διάλειμμα από την παράνομη σχέση μας, από την φαντασίωση που δημιουργήσαμε, από την ανεκπλήρωτη επιθυμία. Δεν σταμάτησα να την παρακολουθώ κρυφά, τις λίγες φορές που την συναντούσα έξω στο μπαλκόνι της, και την φαντάζομαι με ένα χαμόγελο στο πρόσωπο, το οποίο έλειπε.

Είχε κλειστά τα παντζούρια μία βδομάδα, δεν μπορούσα να ξέρω τι ακριβώς συνέβαινε, δεν μπορούσα ούτε καν να το φανταστώ. Ένα μεσημέρι, καθώς γυρνούσα σπίτι, είδα ένα ασθενοφόρο  στην γειτονιά, έξω από την πολυκατοικία της. Λίγο αργότερα έμαθα πως μια κοπέλα αυτοκτόνησε.

Τα παντζούρια της δεν ξανάνοιξαν και η κίνηση μέσα στο διαμέρισμα της σταμάτησε. Η κοπέλα στον πρώτο εξαφανίστηκε, ποτέ δεν έμαθα το όνομα της, πάρα έμεινε μόνο η εικόνα της από το απέναντι μπαλκόνι.

Created by Diana Chemeris

Παρασκευή 30 Οκτωβρίου 2015

Η ΚΑΛΥΒΑ ΤΗΣ ΓΡΙΑΣ


Η ΚΑΛΥΒΑ ΤΗΣ ΓΡΙΑΣ

<<Η Κυρία Ξένια, αυτή καταράστηκε το χωριό.>> είπε στην εγγονή της η γριά Μάρω.

<<Τι εννοείς γιαγιά.>> ρώτησε η Σοφία, μια ενήλικη γυναίκα πια, άλλα ακόμα το κοριτσάκι της γιαγιάς, που πάντα αγαπούσε τις ιστορίες της.

<<Υπήρχε μια σκοτεινή περίοδος στο χωριό. Ήμουν νέα κοπέλα ακόμα, το θυμάμαι σαν χθες.>> άρχισε να διηγείται η γιαγιά. << Εκείνη την περίοδο όλες οι οικογένειες γνώρισαν από κοντά τον θάνατο, πολλά μέλη κάποιας οικογένειας πέθαιναν το ένα μετά το άλλο. Ήταν απρόβλεπτο και ανεξήγητο. Πέθανε ο μεγάλος μου αδελφός ξέρεις, και η νεογέννητη αδελφή μου.>>

Στην μνήμη της έφερε το χωριό, το παλιό χωριό της, πριν φύγουν οι περισσότεροι νέοι προς την πρωτεύουσα. Ένα χωριό που ζούσε έντονα μέχρι που ο θάνατος το πλαισίωσε σαν κάποιο σκοτεινό σύννεφο. Γέροι , νέοι, όλοι γνωριζόντουσαν μεταξύ τους, τα καλά και τα κακά. Δεν περνούσε μέρα χωρίς να μάθουν για τους τσακωμούς της οικογένειας του φούρναρη, τις απιστίες του σιδερά, τις δραστηριότητες του δραστήριου γαλατά. Όλους τους έπιασε ο τρόμος, όταν άρχισαν να πεθαίνει ένας ένας οι κάτοικοι του χωριού. Όλοι οι θάνατοι διέφεραν, άλλα όλο το χωριό είχε αποκτήσει από έναν μέχρι πέντε νεκρούς συγγενείς.

Ακόμα και τώρα, η γιαγιά Μάρω θυμάται το σπιτάκι που βρισκόταν στην άκρη του χωριού. Τότε όταν η γιαγιά Μάρω ήταν νέα ακόμα, ζούσε μέσα εκείνη, η Κυρία Ξένια. Κλειδωμένη μέσα στο μικρό σκοτεινό σπιτάκι της, ήσυχη πάντα, δεν προκαλούσε κανέναν. Χήρεψε νέα και δεν έκανε ποτέ παιδιά. Απέφευγε την επαφή με τον κόσμο, ήταν ένα από τα αγαπημένα θέματα των γυναικών του χωριού. Άλλες δικαιολογούσαν την αποχή της στον θρήνο της, τον οποίον λέγανε, ποτέ δεν ξεπέρασε. Άλλες μίλησαν για τρέλα, άλλα δεν ενόχλησε ποτέ κανέναν. Άλλες γυναίκες μίλησαν για φοβία προς τους ανθρώπους, φόβος μην κολλήσει την κακή τύχη των χωρικών και πεθάνει, μην συναντήσει ξανά τον άντρα της, που φοβόταν τόσο πολύ.

Όσες ήταν αρκετά γριές, θυμούνταν τον έγγαμο βίο της Κυρίας Ξένιας. Παντρεμένη από μικρή, πριν κλείσει τα δεκαέξι ακόμα., την έδωσαν οι γονείς της σε έναν βάρβαρο άντρα. Είχε περιουσία, κάποια χωράφια της περιοχής, και έτσι ήταν ένα καλό πάντρεμα για την τότε εποχή. Μα ο άντρας είχε αδυναμίες, το ποτό. Όταν μεθούσε κάποια βράδια, γυρνούσε σπίτι και ξυλοκοπούσε την κακομοίρα μικρή Ξένια. Οι φωνές της, τα κλάματα της και τα παρακάλια της ακουγόντουσαν τα βράδια στο χωριό, μα κανένας δεν αντιδρούσε.

Μία μέρα, ο άντρας της μικρής Ξένιας, έπαθε ένα παράξενο ατύχημα. Τον βρήκανε νεκρό, αφού δεν γύρισε το βράδυ στο χωριό από το χωράφι του, μέσα στον κύκλο ενός νεκρού και άγονου σημείου του χωραφιού. Το δρεπάνι του καρφωμένο στην μέση της νεκρής γης, το πρόσωπο του παραμορφωμένο από τον τρόμο. Ανακοπή καρδιάς λέγανε πως ήταν η αιτία, ανεξήγητος βέβαια ο λόγος που βρισκόταν σε αυτό το κομμάτι του χωραφιού του, που δεν πήγαινε ποτέ.

<<Πολλοί απέδωσαν το γεγονός ότι ήταν μεθύστακας.>> είπε η γιαγιά Μάρω στην εγγονή της. <<Άλλοι λέγανε πως του άξιζε, πως ο Θεός τον τιμώρησε για τον τρόπο που φερόταν στην νέα κοπέλα.>>

<<Εσύ τι πιστεύεις.>> ρώτησε η Σοφία την γιαγιά της.

<<Εγώ συμφωνούσα στις ιστορίες που μου λέγανε, δεν μπορούσα να ξέρω, δεν είχα γεννηθεί τότε.  Τα συμπεράσματα τους διαψεύστηκαν την μέρα που την ανακάλυψαν νεκρή στην καλύβα της.>>

Ένα πρωί, που είχε καιρό να εμφανιστεί η Κυρά Ξένια στο χωριό, απλώθηκε ομίχλη πάνω από την καλύβα της. Ο γιατρός το πρόσεξε, και αν και δεν ήταν δεισιδαίμονας, αποφάσισε να μάθει για την υγεία της γριάς μοναχικής γυναίκας, αφού ο θάνατος ερχόταν σε τούτο το χωριό με οποιοδήποτε τρόπο. Όταν πλησίασε το καλύβι ένιωσε ρίγος, έτσι έλεγε στους συγχωριανούς του τουλάχιστον. Χτυπούσε την πόρτα και φώναζε, δεν πήρε καμία απάντηση.

Κατάφερε να πείσει τους χωρικούς να ενοχλήσουν την ήσυχη ζωή της γριάς. Μαζεύτηκαν έξω από το σφραγισμένο καλύβι της και φώναζαν ή χτυπούσαν την πόρτα, νεκρική σιγή ήταν η απάντηση που πήρανε. Έστειλαν τα μικρά παιδιά μήπως την βρούνε σε κάποιο χωράφι, πουθενά δεν φάνηκε η γριά Ξένια. Αποφάσισαν να σπάσουν την πόρτα.

Σκοτάδι έλουζε το εσωτερικό του καλυβιού, η αποπνικτική ατμόσφαιρα έπνιξε τα πνευμόνια τους. Ο μόνος αέρας μέσα στην καλύβα ήταν η μυρωδιά από σκουπίδια και σαπίλα, η νεκρή σάρκα της ήταν ξαπλωμένη πάνω στο κρεβάτι της. Οι χωρικοί έβγαλαν τα καπέλα τους σε ένδειξη σεβασμού προς την νεκρή γηραιά γυναίκα.

Τα συμπεράσματα συνεχίστηκαν στο χωριό, πως πέθανε από στεναχώρια και μοναξιά, πως ήταν αρκετά γριά και έφτασε η ώρα της. Άλλοι λέγανε πως την πρόλαβε η ατυχία των νεκρών συγχωριανών τους. Μόλις την έθαψαν, μπήκαν να καθαρίσουν την καλύβα της και ανακάλυψαν τι πραγματικά συνέβαινε.

Αποκόμματα από χέρια ποντικών, φτερά από κοράκια, βολβοί ματιών από γάτες και σκύλους, φτερά νυχτερίδας ήταν όλα ταξινομημένα μέσα σε διάφορα βαζάκια πάνω στο ράφι της. Δέρμα ζώων, καμένα και σαπισμένα μέσα σε ένα μπαούλο. Χαρτιά από αρχεία, ονόματα όλων των χωρικών, οι νεκροί σβησμένοι με μία επιτακτική γραμμή. Τελευταίο και πιο σοβαρό, ένας χάρτης της περιοχής και των χωραφιών, με διάφορα σημάδια σημειωμένα πάνω στον χάρτη.

Οι χωρικοί πονηρεύτηκαν, αποφάσισαν να κοιτάξουν τα σημεία. Βρήκαν μαύρες μικρές κούκλες με μαύρα μαλλιά γεμάτες καρφίτσες θαμμένα μέσα στο χώμα των χωραφιών σε βάθος σχεδόν δύο μέτρα. Κορακίσια φτερά περασμένα σε μάτια ζώων σαν σουβλάκια. Νύχια από άγνωστα αρπακτικά, σφηνωμένα ανάμεσα στα ξύλα και τα  τούβλα στις καλύβες που ήταν στιγματισμένες πάνω στον χάρτη, οι οικίες που έπασχαν από τους περισσότερους θανάτους.

Αμέσως την ξέθαψαν, την έκαψαν μέσα στην καλύβα της, μαζί με όλα τα υπάρχοντα της και τα μαγικά της.

<<Καταράστηκε τον άντρα της, και μετά καταράστηκε όλο το χωριό που δεν την προστάτεψε, όπως και τους ίδιους της τους γονείς που πέθαναν σχεδόν αμέσως μετά τον θάνατο του άντρα της, οι πρώτοι θάνατοι.>>

Created by Diana Chemeris

Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2015

ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΠΑΛΑΜΗ


ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΠΑΛΑΜΗ

Στο σκοτεινό δωμάτιο, εκεί που συναντήθηκαν οι ψυχές μας. Εγώ και αυτός, μόνοι μας. Εκεί που τα σώματα μας μιλούσαν. Εκεί που κρατούσαμε τον έρωτα κρυφό. Εκεί που το σκοτάδι κάλυπτε το χρώμα του δέρματος μας, άλλα αποκάλυπτε τις πιο σκοτεινές σκέψεις μας. Εκεί που μοιραστήκαμε ώρες, ο ένας μέσα στον άλλον.

<<Ξέρεις.>> είπε μια μέρα, κοιτούσε την παλάμη του χεριού του συλλογισμένος.

<<Τι.>> τον προέτρεψα να συνεχίσει, ακόμα μεθυσμένη από το γλυκό του άρωμα.

<<Μου διάβασε μια μυστήρια γυναίκα την παλάμη.>>

<<Μυστήρια, μου αρέσει.>> γέλασα παιχνιδιάρικα, έπιασα απαλά την παλάμη του και την κοίταξα.

<<Ξέρεις τι μου είπε.>> συνέχισε να την κοιτάει μαζί μου.

<<Τι..>> τον κοίταξα απορημένη στα γαλανά του μάτια.

<<Πως η γραμμή της ζωής μου σταματάει.>> πέρασε τον δείκτη του χεριού του πάνω στην γραμμή της ζωής του, τον σταμάτησε στην μέση της παλάμης. <<Να εκεί, υπάρχει ένα κενό.>> έδειξε.

<<Ναι.>> αποκρίθηκα κατσούφικα.

<<Για λίγο.>> χαμογέλασε, <<Μετά συνεχίζει.>> ο δείκτης συνέχισε την πορεία της γραμμής που επανεμφανίστηκε αργότερα.

<<Τι σημαίνει αυτό.>> ρώτησα με ανήσυχο βλέμμα.

<<Δεν ξέρω, πολλά μπορεί να σημαίνει.>> με κοίταξε τρυφερά. <<Μπορεί να πέσω σε κώμα.>> γέλασε πειράζοντας με, κατσούφιασα περισσότερο. <<Μην ανησυχείς, θα επιστρέψω.>> απομάκρυνε τα μαλλιά μου από το πρόσωπο μου με τις δύο παλάμες του, που έπεσαν μπροστά μου για να κρύψουν τον φόβο και την στεναχώρια μου.

Πέρασαν χρόνια, χαθήκαμε, το μυστικό ξεχάστηκε. Όσο καιρός και να πέρασε, αυτός έμεινε για πάντα μέσα στο μυαλό μου σαν γλυκιά ανάμνηση, ένας γλυκός άνθρωπος. Ο καθένας πήρε τον δρόμο του, έναν διαφορετικό δρόμο. Αραιά και πού συναντιόμασταν τυχαία, και πάντα τα μάτια μας ηλεκτρίζονταν με την ανάμνηση αυτών των ωρών που περάσαμε μαζί, στο σκοτεινό δωμάτιο, οι συζητήσεις μας και η έλξη που κανένας μας δεν ξέχασε.

Έφτασε μια μέρα, μια τραγική μέρα, που συνάντησε την προφητεία της μυστηριώδη γυναίκας. Έφτασε στο όριο, στην μέση της γραμμής στην παλάμη του. Τον έστειλε σε κώμα ένα ατύχημα, έκλεισε τα μάτια του μέσα στην σιωπή. Δεν έφυγε από το μυαλό μου η αποκάλυψη εκείνης της μακρινής βραδιάς. Η πιθανότητα που έφτασε στα αυτιά μου και θάφτηκε στο υποσυνείδητο μου, ξεπήδησε και άρχισε να προσεύχεται και να φωνάζει την φράση που είπε << Μην ανησυχείς, θα επιστρέψω.>> Κρατιόμουν πάνω στις ελπιδοφόρες λεξούλες, την διαβεβαίωση που έδιναν, πως θα ζήσει.

Έφτασε η τελευταία μέρα, πάλι ξαφνικά σαν την προηγούμενη, οι ελπίδες και η δεύτερη πρόβλεψη διαψεύστηκαν. Οι ελπίδες που τον κρατούσαν ζωντανό, και η πρόβλεψη της ανάστασης του, που μου έδινε πίστη. Δεν συνέχισε η γραμμή της ζωής του, δεν επέστρεψε όπως είχε πει, άλλα χάθηκε στο κενό, ανάμεσα στις δύο γραμμές. Μεταξύ ζωής και θανάτου, τον πήρε ο θάνατος. Έμεινε μόνο εκείνη η νύχτα που με στοίχειωσε και βλαστημάω την μυστήρια γυναίκα που του διάβασε το χέρι.

Created by Diana Chemeris