Παρασκευή 30 Οκτωβρίου 2015

Η ΚΑΛΥΒΑ ΤΗΣ ΓΡΙΑΣ


Η ΚΑΛΥΒΑ ΤΗΣ ΓΡΙΑΣ

<<Η Κυρία Ξένια, αυτή καταράστηκε το χωριό.>> είπε στην εγγονή της η γριά Μάρω.

<<Τι εννοείς γιαγιά.>> ρώτησε η Σοφία, μια ενήλικη γυναίκα πια, άλλα ακόμα το κοριτσάκι της γιαγιάς, που πάντα αγαπούσε τις ιστορίες της.

<<Υπήρχε μια σκοτεινή περίοδος στο χωριό. Ήμουν νέα κοπέλα ακόμα, το θυμάμαι σαν χθες.>> άρχισε να διηγείται η γιαγιά. << Εκείνη την περίοδο όλες οι οικογένειες γνώρισαν από κοντά τον θάνατο, πολλά μέλη κάποιας οικογένειας πέθαιναν το ένα μετά το άλλο. Ήταν απρόβλεπτο και ανεξήγητο. Πέθανε ο μεγάλος μου αδελφός ξέρεις, και η νεογέννητη αδελφή μου.>>

Στην μνήμη της έφερε το χωριό, το παλιό χωριό της, πριν φύγουν οι περισσότεροι νέοι προς την πρωτεύουσα. Ένα χωριό που ζούσε έντονα μέχρι που ο θάνατος το πλαισίωσε σαν κάποιο σκοτεινό σύννεφο. Γέροι , νέοι, όλοι γνωριζόντουσαν μεταξύ τους, τα καλά και τα κακά. Δεν περνούσε μέρα χωρίς να μάθουν για τους τσακωμούς της οικογένειας του φούρναρη, τις απιστίες του σιδερά, τις δραστηριότητες του δραστήριου γαλατά. Όλους τους έπιασε ο τρόμος, όταν άρχισαν να πεθαίνει ένας ένας οι κάτοικοι του χωριού. Όλοι οι θάνατοι διέφεραν, άλλα όλο το χωριό είχε αποκτήσει από έναν μέχρι πέντε νεκρούς συγγενείς.

Ακόμα και τώρα, η γιαγιά Μάρω θυμάται το σπιτάκι που βρισκόταν στην άκρη του χωριού. Τότε όταν η γιαγιά Μάρω ήταν νέα ακόμα, ζούσε μέσα εκείνη, η Κυρία Ξένια. Κλειδωμένη μέσα στο μικρό σκοτεινό σπιτάκι της, ήσυχη πάντα, δεν προκαλούσε κανέναν. Χήρεψε νέα και δεν έκανε ποτέ παιδιά. Απέφευγε την επαφή με τον κόσμο, ήταν ένα από τα αγαπημένα θέματα των γυναικών του χωριού. Άλλες δικαιολογούσαν την αποχή της στον θρήνο της, τον οποίον λέγανε, ποτέ δεν ξεπέρασε. Άλλες μίλησαν για τρέλα, άλλα δεν ενόχλησε ποτέ κανέναν. Άλλες γυναίκες μίλησαν για φοβία προς τους ανθρώπους, φόβος μην κολλήσει την κακή τύχη των χωρικών και πεθάνει, μην συναντήσει ξανά τον άντρα της, που φοβόταν τόσο πολύ.

Όσες ήταν αρκετά γριές, θυμούνταν τον έγγαμο βίο της Κυρίας Ξένιας. Παντρεμένη από μικρή, πριν κλείσει τα δεκαέξι ακόμα., την έδωσαν οι γονείς της σε έναν βάρβαρο άντρα. Είχε περιουσία, κάποια χωράφια της περιοχής, και έτσι ήταν ένα καλό πάντρεμα για την τότε εποχή. Μα ο άντρας είχε αδυναμίες, το ποτό. Όταν μεθούσε κάποια βράδια, γυρνούσε σπίτι και ξυλοκοπούσε την κακομοίρα μικρή Ξένια. Οι φωνές της, τα κλάματα της και τα παρακάλια της ακουγόντουσαν τα βράδια στο χωριό, μα κανένας δεν αντιδρούσε.

Μία μέρα, ο άντρας της μικρής Ξένιας, έπαθε ένα παράξενο ατύχημα. Τον βρήκανε νεκρό, αφού δεν γύρισε το βράδυ στο χωριό από το χωράφι του, μέσα στον κύκλο ενός νεκρού και άγονου σημείου του χωραφιού. Το δρεπάνι του καρφωμένο στην μέση της νεκρής γης, το πρόσωπο του παραμορφωμένο από τον τρόμο. Ανακοπή καρδιάς λέγανε πως ήταν η αιτία, ανεξήγητος βέβαια ο λόγος που βρισκόταν σε αυτό το κομμάτι του χωραφιού του, που δεν πήγαινε ποτέ.

<<Πολλοί απέδωσαν το γεγονός ότι ήταν μεθύστακας.>> είπε η γιαγιά Μάρω στην εγγονή της. <<Άλλοι λέγανε πως του άξιζε, πως ο Θεός τον τιμώρησε για τον τρόπο που φερόταν στην νέα κοπέλα.>>

<<Εσύ τι πιστεύεις.>> ρώτησε η Σοφία την γιαγιά της.

<<Εγώ συμφωνούσα στις ιστορίες που μου λέγανε, δεν μπορούσα να ξέρω, δεν είχα γεννηθεί τότε.  Τα συμπεράσματα τους διαψεύστηκαν την μέρα που την ανακάλυψαν νεκρή στην καλύβα της.>>

Ένα πρωί, που είχε καιρό να εμφανιστεί η Κυρά Ξένια στο χωριό, απλώθηκε ομίχλη πάνω από την καλύβα της. Ο γιατρός το πρόσεξε, και αν και δεν ήταν δεισιδαίμονας, αποφάσισε να μάθει για την υγεία της γριάς μοναχικής γυναίκας, αφού ο θάνατος ερχόταν σε τούτο το χωριό με οποιοδήποτε τρόπο. Όταν πλησίασε το καλύβι ένιωσε ρίγος, έτσι έλεγε στους συγχωριανούς του τουλάχιστον. Χτυπούσε την πόρτα και φώναζε, δεν πήρε καμία απάντηση.

Κατάφερε να πείσει τους χωρικούς να ενοχλήσουν την ήσυχη ζωή της γριάς. Μαζεύτηκαν έξω από το σφραγισμένο καλύβι της και φώναζαν ή χτυπούσαν την πόρτα, νεκρική σιγή ήταν η απάντηση που πήρανε. Έστειλαν τα μικρά παιδιά μήπως την βρούνε σε κάποιο χωράφι, πουθενά δεν φάνηκε η γριά Ξένια. Αποφάσισαν να σπάσουν την πόρτα.

Σκοτάδι έλουζε το εσωτερικό του καλυβιού, η αποπνικτική ατμόσφαιρα έπνιξε τα πνευμόνια τους. Ο μόνος αέρας μέσα στην καλύβα ήταν η μυρωδιά από σκουπίδια και σαπίλα, η νεκρή σάρκα της ήταν ξαπλωμένη πάνω στο κρεβάτι της. Οι χωρικοί έβγαλαν τα καπέλα τους σε ένδειξη σεβασμού προς την νεκρή γηραιά γυναίκα.

Τα συμπεράσματα συνεχίστηκαν στο χωριό, πως πέθανε από στεναχώρια και μοναξιά, πως ήταν αρκετά γριά και έφτασε η ώρα της. Άλλοι λέγανε πως την πρόλαβε η ατυχία των νεκρών συγχωριανών τους. Μόλις την έθαψαν, μπήκαν να καθαρίσουν την καλύβα της και ανακάλυψαν τι πραγματικά συνέβαινε.

Αποκόμματα από χέρια ποντικών, φτερά από κοράκια, βολβοί ματιών από γάτες και σκύλους, φτερά νυχτερίδας ήταν όλα ταξινομημένα μέσα σε διάφορα βαζάκια πάνω στο ράφι της. Δέρμα ζώων, καμένα και σαπισμένα μέσα σε ένα μπαούλο. Χαρτιά από αρχεία, ονόματα όλων των χωρικών, οι νεκροί σβησμένοι με μία επιτακτική γραμμή. Τελευταίο και πιο σοβαρό, ένας χάρτης της περιοχής και των χωραφιών, με διάφορα σημάδια σημειωμένα πάνω στον χάρτη.

Οι χωρικοί πονηρεύτηκαν, αποφάσισαν να κοιτάξουν τα σημεία. Βρήκαν μαύρες μικρές κούκλες με μαύρα μαλλιά γεμάτες καρφίτσες θαμμένα μέσα στο χώμα των χωραφιών σε βάθος σχεδόν δύο μέτρα. Κορακίσια φτερά περασμένα σε μάτια ζώων σαν σουβλάκια. Νύχια από άγνωστα αρπακτικά, σφηνωμένα ανάμεσα στα ξύλα και τα  τούβλα στις καλύβες που ήταν στιγματισμένες πάνω στον χάρτη, οι οικίες που έπασχαν από τους περισσότερους θανάτους.

Αμέσως την ξέθαψαν, την έκαψαν μέσα στην καλύβα της, μαζί με όλα τα υπάρχοντα της και τα μαγικά της.

<<Καταράστηκε τον άντρα της, και μετά καταράστηκε όλο το χωριό που δεν την προστάτεψε, όπως και τους ίδιους της τους γονείς που πέθαναν σχεδόν αμέσως μετά τον θάνατο του άντρα της, οι πρώτοι θάνατοι.>>

Created by Diana Chemeris

Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2015

ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΠΑΛΑΜΗ


ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΠΑΛΑΜΗ

Στο σκοτεινό δωμάτιο, εκεί που συναντήθηκαν οι ψυχές μας. Εγώ και αυτός, μόνοι μας. Εκεί που τα σώματα μας μιλούσαν. Εκεί που κρατούσαμε τον έρωτα κρυφό. Εκεί που το σκοτάδι κάλυπτε το χρώμα του δέρματος μας, άλλα αποκάλυπτε τις πιο σκοτεινές σκέψεις μας. Εκεί που μοιραστήκαμε ώρες, ο ένας μέσα στον άλλον.

<<Ξέρεις.>> είπε μια μέρα, κοιτούσε την παλάμη του χεριού του συλλογισμένος.

<<Τι.>> τον προέτρεψα να συνεχίσει, ακόμα μεθυσμένη από το γλυκό του άρωμα.

<<Μου διάβασε μια μυστήρια γυναίκα την παλάμη.>>

<<Μυστήρια, μου αρέσει.>> γέλασα παιχνιδιάρικα, έπιασα απαλά την παλάμη του και την κοίταξα.

<<Ξέρεις τι μου είπε.>> συνέχισε να την κοιτάει μαζί μου.

<<Τι..>> τον κοίταξα απορημένη στα γαλανά του μάτια.

<<Πως η γραμμή της ζωής μου σταματάει.>> πέρασε τον δείκτη του χεριού του πάνω στην γραμμή της ζωής του, τον σταμάτησε στην μέση της παλάμης. <<Να εκεί, υπάρχει ένα κενό.>> έδειξε.

<<Ναι.>> αποκρίθηκα κατσούφικα.

<<Για λίγο.>> χαμογέλασε, <<Μετά συνεχίζει.>> ο δείκτης συνέχισε την πορεία της γραμμής που επανεμφανίστηκε αργότερα.

<<Τι σημαίνει αυτό.>> ρώτησα με ανήσυχο βλέμμα.

<<Δεν ξέρω, πολλά μπορεί να σημαίνει.>> με κοίταξε τρυφερά. <<Μπορεί να πέσω σε κώμα.>> γέλασε πειράζοντας με, κατσούφιασα περισσότερο. <<Μην ανησυχείς, θα επιστρέψω.>> απομάκρυνε τα μαλλιά μου από το πρόσωπο μου με τις δύο παλάμες του, που έπεσαν μπροστά μου για να κρύψουν τον φόβο και την στεναχώρια μου.

Πέρασαν χρόνια, χαθήκαμε, το μυστικό ξεχάστηκε. Όσο καιρός και να πέρασε, αυτός έμεινε για πάντα μέσα στο μυαλό μου σαν γλυκιά ανάμνηση, ένας γλυκός άνθρωπος. Ο καθένας πήρε τον δρόμο του, έναν διαφορετικό δρόμο. Αραιά και πού συναντιόμασταν τυχαία, και πάντα τα μάτια μας ηλεκτρίζονταν με την ανάμνηση αυτών των ωρών που περάσαμε μαζί, στο σκοτεινό δωμάτιο, οι συζητήσεις μας και η έλξη που κανένας μας δεν ξέχασε.

Έφτασε μια μέρα, μια τραγική μέρα, που συνάντησε την προφητεία της μυστηριώδη γυναίκας. Έφτασε στο όριο, στην μέση της γραμμής στην παλάμη του. Τον έστειλε σε κώμα ένα ατύχημα, έκλεισε τα μάτια του μέσα στην σιωπή. Δεν έφυγε από το μυαλό μου η αποκάλυψη εκείνης της μακρινής βραδιάς. Η πιθανότητα που έφτασε στα αυτιά μου και θάφτηκε στο υποσυνείδητο μου, ξεπήδησε και άρχισε να προσεύχεται και να φωνάζει την φράση που είπε << Μην ανησυχείς, θα επιστρέψω.>> Κρατιόμουν πάνω στις ελπιδοφόρες λεξούλες, την διαβεβαίωση που έδιναν, πως θα ζήσει.

Έφτασε η τελευταία μέρα, πάλι ξαφνικά σαν την προηγούμενη, οι ελπίδες και η δεύτερη πρόβλεψη διαψεύστηκαν. Οι ελπίδες που τον κρατούσαν ζωντανό, και η πρόβλεψη της ανάστασης του, που μου έδινε πίστη. Δεν συνέχισε η γραμμή της ζωής του, δεν επέστρεψε όπως είχε πει, άλλα χάθηκε στο κενό, ανάμεσα στις δύο γραμμές. Μεταξύ ζωής και θανάτου, τον πήρε ο θάνατος. Έμεινε μόνο εκείνη η νύχτα που με στοίχειωσε και βλαστημάω την μυστήρια γυναίκα που του διάβασε το χέρι.

Created by Diana Chemeris